Μόλις είπα κάποιες αλήθειες. Με ξαναπήρε η μάνα μου για να μου ζητήσει το λόγο. Της είπα να μην πηγαίνει γυρεύοντας για στεναχώριες κι ότι τα ελαττώματά μου μπορεί να μου τα πετάνε στα μούτρα αλλά εγώ δε θέλω να το κάνω σ' αυτούς. Με προκάλεσε να το κάνω. Μου είπε ότι θέλει να μιλήσουμε επί ίσοις όροις και ανοιχτά. Της είπα τα λόγια του αδελφού μου προς τα μένα, χωρίς να της πω ποιός τα είπε. Δηλαδή της είπα ότι είμαι αχάριστη, χωρίς **α και ότι ο καθένας πήρε ό,τι ήθελε εκείνη τη μέρα -το μίασμα που τρώει απ' αυτούς χωρίς ** τους άδειασε επιτέλους τη γωνιά -γιατί παραπονιούνται; Σοκαρίστηκε! Μου είπε 'πώς τολμάς να μιλάς έτσι μπροστά μου'. Της είπα δεν τολμάω γιατί δεν έχω τα **. Μου είπε 'γιατί το λες συνέχεια, σου είπα εγώ κάτι τέτοιο;' Της όχι εσύ. Μου είπε 'ο πατέρας σου'; Της είπα όχι. Δεν τόλμησε να με ρωτήσει, ενώ μένει ένας ακόμα. Ή απλά, είναι τόσο παραπληροφορημένη που δεν πήγε το μυαλό της. Της είπα ότι όποιος το είπε θα πρέπει να ξέρει ότι ούτε τα έχω ούτε είμαι-μια και θέλει να μιλάμε ανοιχτά. Μου είπε κιόλας ότι εγώ είμαι μικρότερη και αν πει μια κουβέντα ο πατέρας μου δεν πειράζει. Μου είπε ότι ο πατέρας μου ήθελε να του πιάσω το χέρι, ενώ εγώ τους έκανα μούτρα. Της είπα ότι δε με άφησε να τον φιλήσω καν όταν προσπάθησα. Κι ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη δική του ευτυχία. Εγώ είμαι κωλόπαιδο και αχάριστη και να μην περιμένουν. Μου είπε ότι έχουν να κοιμηθούν όσο καιρό λείπω. Της είπα ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος και για τον ύπνο του. Με ξανακατηγόρησε που έφυγα χωρίς ένα τηλέφωνο σα να τους φτύνω, ενώ εκείνη ενδιαφέρθηκε και έβαλε άνθρωπο να έρθει και να δει κάτω απ΄το σπίτι αν είμαι καλά. Μου είπε ότι μου τα πρόσφεραν όλα και τί παράπονα τους έχω. Της είπα ότι δε μ' αρέσει η υποκρισία. Αν νόμιζε ότι όλα είναι καλά, θα με είχε πάρει τηλέφωνο πριν να έρθει καν το πλοίο -όχι ότι το περίμενα. Μου δικαιολογήθηκε ότι γύρισε σπίτι μετά τις 3 (ποτέ δε γυρίζει σπίτι στις 3 -σημείωση το πλοίο έφευγε στις 2.30-τυχαίο; Δε νομίζω). Της είπα: είδες που δεν μιλάμε επί ίσοις όροις; Με πήρες για να μου πεις τα δικά σου, όχι για να μάθεις τη δική μου πλευρά. Με ρώτησε αν δε με ενδιαφέρουν και θέλω να διακόψω; Της είπα ότι αρκετά ενδιαφέρθηκα και έριξα τον εαυτό μου για τους άλλους. Τώρα υπάρχω μόνο εγώ και ό,τι κάνω το κάνω με γνώμονα μόνο εμένα. Μου είπε κι άλλα... Της είπα ότι έχω να συγυρίσω.
Συμπέρασμα;
Α) Ο αδελφός μου, αυτό το ύπουλο διπρόσωπο πράγμα, δεν εμφανίζεται πουθενά. Τους το δίνεις στο πιάτο και τους έχει φλωμώσει τόσο πολύ που ούτε και βλέπουν μπροστά τους. Καμιά φορά είμαι περίεργη τί τους είπε όταν έφυγα. Στην πραγματικότητα όμως δε μου κάνει εντύπωση να ξέρω. Του τα χαρίζω όλα αν αυτό επιδιώκει. Και την εύνοια και τα όποια περιουσιακά. Να τα τρώει με μακαριότητα ή με τύψεις -δική του η συνείδηση, δικό του και το έργο (δράμα ή κωμωδία) που λέει και η Βασούλα.
Β) Ο πατέρας μου παντού. Όλα γίνονται γι' αυτόν. Κι αν είναι το υπέρτατο θύμα ή θύτης, πάλι γι' αυτόν γίνονται. Εγώ δε χωράω σ' αυτό, ούτε νιώθω υπεύθυνη πια. Δεν αντιστρέφω πια τους όρους, εγώ είμαι το παιδί -remember;
Γ) Όλοι βάζουν ασπίδα τον 'πατέρα μου παντού' γιατί έχουν να πάρουν απ' αυτόν. Όλοι είναι οι καλοί. Απλά τα πράγματα γυρίζουν γύρω του. Που στην ουσία τον βγάζει κακό, αλλά στα λόγια ποτέ δεν είναι. Είναι το θύμα που όλοι πρέπει να προστατέψουμε. Υποταγή στο μεγάλο λιοντάρι. Ευτυχώς όχι εγώ.
Δ) Ο πατέρας μου βάζει ασπίδα τους άλλους. Ο δήθεν περήφανος, που όμως ξέρει ότι ό,τι χρειάζεται να το μάθει θα του το πει η μάνα μου εθελοντικά.
Ε) Εγώ είμαι η μόνη που χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις γιατί είμαι η μικρότερη και η μόνη λάθος.
ΣΤ) Μόνη μου ικανοποίηση και ελευθερία η παραδοχή ότι είμαι όλα όσα μου προσάπτουν κι όσα δήθεν πιστεύουν για μένα (αλλά χωρίς να το λένε με λόγια). Τώρα με τί θα μου κινούν τα νήματα;
Κάθε κατάκτηση που καταφέρνω, αισθάνομαι και πιο δυνατή και πιο ανάλαφρη.
Συγνώμη κι εγώ για το ξεκατίνιασμα, αγαπητό μου ημερολόγιο.