Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
- CHRYSSOULA
- Δημοσιεύσεις: 922
- Εγγραφή: 04 Σεπ 2008 9:43 pm
Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε σε μια μακρινή εποχή οι θρύλοι μιλούσαν για ένα σκοτεινό δάσος, που βρισκόταν κοντά στον Εξωνάδιο ποταμό και οδηγούσε στην χώρα των ίσκιων και των φαντασμάτων. Λεγόταν, ότι όποιος είχε την ατυχία να περάσει από εκείνο το μέρος έχανε τα λογικά του.!!!
Εκεί, συνέχιζαν οι θρύλοι, ζούσε μια γυναίκα αιχμάλωτη κάποιου μάγου που την είχε φρικτά παραμορφώσει. και λεγόταν Χουρισάζ!!
Πολύ μακριά από το σκοτεινό δάσος υπήρχε μια πολιτεία, η Νουχάρα, που οι κάτοικοι της ήταν φιλήσυχοι και ασχολιόντουσαν με την εμπορία μεταξιού και μαλλιού.
Ο άρχοντας της πόλης ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος και είχε ένα γιό που ήταν και ο μοναδικός του διάδοχος. Ο γιός του λεγόταν Γκοσιάνο και δεν του άρεσε να ασχολείται με κάτι ιδιαίτερα. Τα εύρισκε όλα βαρετά και ανούσια!!. Όλη ημέρα τεμπέλιαζε και όταν ο πατέρας του μιλούσε για διάφορες υποθέσεις της πολιτείας εκείνος χασμουριόταν και έλεγε, ότι αυτά ήταν για τους συμβούλους και αυτόν δεν τον ενδιέφεραν καθόλου.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Γκοσιάνο, μια ημέρα θα είσαι εσύ ο άρχοντας αυτής της πόλης και πρέπει να μάθεις παιδί μου πως να διοικείς, γιατί δεν είναι όλα στην ζωή εύκολα!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Εσύ πατέρα μου θα ζήσεις πολλά χρόνια!!! Μέχρι τότε θα έχω μάθει αρκετά από σένα.!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας ένοιωθε πολλές φορές απόγνωση μπροστά στην απραξία του γιού του. Είχε πάρει τους καλύτερους δασκάλους για να τον μορφώσουν αλλά εκείνος δεν έδειχνε να έχει κάποια ιδιαίτερη κλίση. Το μόνο που του άρεσε ήταν να φορά απλά ρούχα να κατεβαίνει στην πόλη και να μπλέκει μέσα στο πλήθος. Εκεί ένοιωθε, ότι μάθαινε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που δεν του δίδασκαν τα βιβλία…
Μια ημέρα ο Γκοσιάνο τριγυρνώντας στα στενά σοκάκια της πολιτείας μπήκε και σε ένα παλιό πανδοχείο. Φορούσε μια σκούρα κάπα με κουκούλα για να μη αναγνωρίζεται και ζήτησε από τον πανδοχέα να του φέρει κάτι να πιει και να φάει.
Στο διπλανό τραπέζι καθόντουσαν τρείς άνδρες που έπιναν κρασί και σιγοψιθύριζαν.
Επάνω στο τραπέζι είχαν απλώσει κάτι που έμοιαζε με χάρτη.
Ο ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ: Σας λέω είναι γνήσιος ο χάρτης!!. Μου τον έδωσε ο έμπορος που ήλθε από την διπλανή πολιτεία για να αγοράσει μετάξι!!! Μου είπε, ότι υπάρχουν αμύθητα πλούτη μέσα στο σκοτεινό δάσος και ότι όλοι αυτοί οι θρύλοι είναι για τους φοβητσιάρηδες… Εκείνος είχε περάσει πολλές φορές από εκεί και δεν είχε δει ή ακούσει κάτι. Μου είπε, ότι καλό θα ήταν να πηγαίναμε πολλοί μαζί, γιατί ίσως χρειαζόταν να σκάψουμε για να βρούμε τον θησαυρό.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Είσαι με τα καλά σου!!! Σίγουρα ο έμπορος σε κορόιδεψε Γιατί να σου δώσει τον χάρτη εσένα και να μη πάει ο ίδιος να πάρει τα πλούτη όπως σου είπε?? Κανένας δεν έχει γυρίσει από εκεί….Κάτι θα είχαμε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια….
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ:. Όταν ο έμπορος είχε έλθει στην πόλη μας, γλίστρησε πάνω σε κάτι νερά και στραμπούλιξε το πόδι του Πονούσε φρικτά. Εγώ έτυχε να περνάω από εκεί και επειδή γνωρίζω από τέτοια κτυπήματα τον βοήθησα να συνέλθει. Εκείνος σαν αντάλλαγμα άνοιξε ένα μικρό πουγκί που είχε στην ζώνη του και μου έδωσε τον χάρτη που ήταν πολύ καλά διπλωμένος.. Μου είπε, ότι ήταν πολύ πλούσιος από το εμπόριο μεταξιού και δεν ήθελε άλλα πλούτη
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Προτείνεις δηλαδή να πιστέψουμε αυτά που σου είπε και να πάμε όλοι μαζί στο σκοτεινό δάσος για να βρούμε τον θησαυρό??
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Δεν βλέπω γιατί να με κοροϊδέψει. .. Εγώ δεν του ζήτησα τίποτα. Δεν είχε κανένα λόγο. Προσφέρθηκε από μόνος του…
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Πιθανότατα επειδή κανένας μέχρι στιγμής δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε ίσως και ο ίδιος. Σου έδωσε τον χάρτη γιατί του ήταν άχρηστος!! Σου συνιστώ να ξεχάσεις αυτό το θέμα, γιατί δεν θα βρεις κανένα μα κανένα να είναι τόσο τρελός, ώστε να ρισκάρει για κάτι τόσο επικίνδυνο.!!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εκείνη την ώρα τους πλησίασε και ο πανδοχέας με μια νέα κανάτα κρασί. Έριξε μια κλεφτή ματιά επάνω στο τραπέζι και βλέποντας τον χάρτη, γούρλωσε τα μάτια του και τους είπε:
ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ: Δεν ξέρω που βρήκατε αυτόν τον χάρτη αλλά σας συνιστώ να απαλλαχθείτε από αυτόν το συντομότερο. Μόνο η θέα του Εξωνάδιου ποταμού είναι αρκετή να φέρει μεγάλη συμφορά!!! Ρίχτε τον στην φωτιά!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε ο πρώτος άνδρας που είχε μιλήσει για τον χάρτη και τον θησαυρό τον μάζεψε, τον δίπλωσε και τον έχωσε στην τσέπη του πανωφοριού του. Οι τρεις άνδρες συνέχισαν να πίνουν και δεν ξανακουβέντιασαν καθόλου για αυτό το θέμα. Τότε ο Γκοσιάνο σηκώθηκε από το τραπέζι που καθόταν και με καλυμμένο το πρόσωπό του γύρισε και είπε στον άνδρα που είχε τον χάρτη.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Κύριε, άκουσα, χωρίς να το θέλω, αυτά που λέγατε πριν από λίγο.. Μου πουλάς αυτόν το χάρτη.?? Τον αγοράζω..!!!
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Είσαι σίγουρος?? Δεν είναι εύκολα τα πράγματα εκεί από ό,τι άκουσες!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Το γνωρίζω, όμως επιμένω να τον αγοράσω.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ (σκεφτικός) Κοίτα, Δεν θέλω τώρα λεφτά !!!Όμως αν καταφέρεις και βρεις τον θησαυρό, και γυρίσεις ζωντανός θα μου δώσεις ποσοστό από τα κέρδη σου.!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Έγινε!!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο πρώτος άνδρας έβγαλε από την τσέπη του τον χάρτη και τον έδωσε στο Γκοσιάνο! Εκείνος τον πήρε και βγήκε από το πανδοχείο. Γυρνώντας στο αρχοντικό κλείστηκε στο δωμάτιο του και τον περιεργάστηκε.
Πρόσεξε τότε κάτι αλλόκοτα σημάδια που είχε σε κάποια σημεία και παρατήρησε το ποτάμι που περνούσε από το σκοτεινό δάσος. Τα νερά του ποταμού ήταν ζωγραφισμένα στον χάρτη με κατακόκκινο χρώμα και πραγματικά η όψη τους ήταν τρομακτική γιατί έμοιαζαν με αίμα!!!! Ο Γκοσιάνο όμως δεν φοβήθηκε από ό,τι έβλεπε. Κατά ένα ανεξήγητο τρόπο όλη αυτή η ιστορία είχε εξάψει το ενδιαφέρον του. Αποφάσισε λοιπόν να έλεγε στον πατέρα του, ότι θα έφευγε για ένα διάστημα από το σπίτι για να γνωρίσει τον κόσμο και να μάθει καινούργια πράγματα, ώστε να γίνει κάποτε καλός κυβερνήτης. Πως θα αντιδρούσε όμως ο πατέρας του αν μάθαινε, ότι σκόπευε να πάει και στο σκοτεινό δάσος.?? Ίσως να του το απαγόρευε, γιατί υπήρχαν κάποιες δεισιδαιμονίες για αυτήν την περιοχή Ο Γκοσιάνο είχε ακούσει για τους θρύλους που λεγόντουσαν για εκείνο το μέρος αλλά δεν τους πίστευε!!! Γνώριζε, ότι όλοι οι έμποροι διηγιόντουσαν ιστορίες από τα μέρη που πήγαιναν που ήταν κάπως υπερβολικές!! Ίσως κάτι τέτοιο να συνέβαινε και με το σκοτεινό δάσος. Εάν δεν πήγαινε ο ίδιος εκεί πως θα ήξερε τι ήταν αλήθεια??? Έπρεπε να το ρισκάρει!!!
Έτσι την άλλη ημέρα το πρωί ο Γκοσιάνο κοιτώντας τους γονείς τους είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Ξέρετε, θα ήθελα να σας ανακοινώσω, ότι αποφάσισα να λείψω από το σπίτι για ένα χρονικό διάστημα. Θα ταξιδέψω σε διαφορετικά μέρη, για να γνωρίσω άλλους ανθρώπους και να μάθω νέα πράγματα!!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Τι είναι αυτά που λες παιδί μου!!! Δεν μπορεί να φύγεις γιατί είσαι ο μοναδικός μου διάδοχος!! Πες μου τι θέλεις να μάθεις και θα σου φέρω εδώ τους καλύτερους δασκάλους για να στο μάθουν!! Εσύ μέχρι τώρα βαριόσουν τα πάντα και ξαφνικά αποφάσισες να ταξιδέψεις?? Που θέλεις να πας??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Αν σου έλεγα, ότι θέλω να πάω πέρα στον Εξωνάδιο ποταμό και στο σκοτεινό δάσος τι θα έλεγες???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μόλις άκουσε αυτά η μητέρα του χλόμιασε και είπε:
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ε!!! Σίγουρα έχασες τα λογικά σου παιδί μου από τώρα χωρίς να πας καν εκεί!!! Ούτε οι καλύτεροι στρατιώτες δεν τολμούν να πλησιάσουν εκείνο το μέρος, όχι εσύ που είσαι παιδί ακόμα και δεν ξέρεις να χειρίζεσαι το σπαθί καλά- καλά!!! Αυτό είναι βέβαιος θάνατος και τόσο ο πατέρας σου όσο και εγώ δεν μπορούμε να σου επιτρέψουμε κάτι τέτοιο!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν είμαι πια παιδί μητέρα!! Είμαι αρκετά μεγάλος για να φροντίζω τον εαυτό μου!!!!! (Γυρνώντας στον πατέρα του) Πατέρα αν δεν γνωρίσω τους κινδύνους και δεν παλέψω με τους φόβους μου δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω ένας άξιος διάδοχος σου !!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (Αυστηρά) Αυτή η συζήτηση τελειώνει εδώ Γκοσιάνο!!! Σε παρακαλώ δεν θέλω να ξανακούσω λέξη, ότι θέλεις να φύγεις και να ταξιδέψεις και όλα αυτά για το σκοτεινό δάσος!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας κάλεσε κρυφά τον αρχηγό της προσωπικής του φρουράς και του είπε να προσέχει τον Γκοσιάνο και να του δίνει αναφορά για όλες του τις κινήσεις!!
Ο Γκοσιάνο την περίμενε αυτή την αντίδραση των γονιών του!!. Έπρεπε λοιπόν να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, για να ξεφύγει χωρίς να τον πάρουν είδηση, γιατί είχε αντιληφθεί, ότι ο αρχηγός της φρουράς τον κατασκόπευε διακριτικά..
Από εκείνη την ημέρα ο Γκοσιάνο δεν ξαναμίλησε ούτε για ταξίδια ούτε για το σκοτεινό δάσος αλλά έστηνε το σχέδιο του με απόλυτη μυστικότητα.
Το πρωί ασχολιόταν με ιππασία και ξιφασκία!! Είχε ένα κατάμαυρο άλογο που ήταν πανέξυπνο και το αγαπούσε πολύ. Το φώναζε Σουλτάνο Συνήθιζε να τρέχει μεγάλες αποστάσεις μέσα όμως στην επικράτεια του αρχοντικού, που ήταν μια τεράστια έκταση. Στο βόρειο μέρος όμως αυτής της μεγάλης έκτασης τόσο η περίφραξη όσο και η περιφρούρηση ήταν πολύ χαλαρές. Η περίφραξη αποτελείτο από ξύλινους ψηλούς πασσάλους δεμένους με σύρμα. Πέρα από την περίφραξη υπήρχε μια άγονη πετρώδης περιοχή στην οποία δεν είχε παρατηρηθεί ποτέ κάτι ανησυχητικό για αυτό και η περιφρούρηση εκεί ήταν αραιή!!!
Ο Γκοσιάνο πήγαινε πολύ συχνά εκεί και παρατηρούσε τα πάντα χωρίς όμως να δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνήθιζε δε να μιλάει χαμηλόφωνα στο αυτί του αλόγου του.!!! Έπειτα από λίγο καιρό όλοι πίστεψαν, ότι ο Γκοσιάνο είχε ξεχάσει το θέμα περί φυγής του και η επιτήρηση του από τον αρχηγό της φρουράς έγινε πιο ελαστική….
Ένα πρωινό μόλις επέστρεψε ο Γκοσιάνο από την ιππασία του, πήγε τον Σουλτάνο στο στάβλο, ψιθύρισε κάτι στο αυτί του και φεύγοντας άφησε την πόρτα του στάβλου μισάνοιχτη. Είχε πει στους σταβλίτες του αρχοντικού, ότι ήθελε να περιποιείται μόνος τους το άλογο του και δεν ήθελε κανένας να το αγγίζει!! Ο Σουλτάνος φεύγοντας ο Γκοσιάνο έβγαλε ένα χλιμίντρισμα. Είχε καταλάβει τι του είχε πει.!!
Αργά το βράδυ όταν όλοι στο αρχοντικό κοιμόντουσαν ο Γκοσιάνο έβγαλε ένα σάκο που είχε κρυμμένο σε ένα ντουλάπι και σαν σκιά γλίστρησε έξω από το δωμάτιο του.
Προχώρησε σε ένα μακρόστενο διάδρομο που στο τέρμα του βρισκόταν μια εσωτερική κολώνα και πάνω της ήταν ζωγραφισμένος ένας παπαγάλος!! Ο Γκοσιάνο πάτησε το μάτι του παπαγάλου και ένα άνοιγμα φάνηκε μπροστά του. Μπήκε γρήγορα μέσα και πατώντας ένα κρυφό μηχανισμό που υπήρχε εκεί, το άνοιγμα έκλεισε και όλα φαινόντουσαν όπως πριν.
Ο Γκοσιάνο προχώρησε αρκετή ώρα μέσα σε αυτό τον κλειστό χώρο που είχε μπει!!!
Ήταν μια έξοδος διαφυγής σε περίπτωση ανάγκης, που οδηγούσε πολύ μακριά από το αρχοντικό!! Ο πατέρας του μιλούσε κάποτε με τον αρχηγό της φρουράς του για αυτό το άνοιγμα και ο Γκοσιάνο που βρισκόταν εκεί κοντά είχε δει πως άνοιγε και πως έκλεινε. Μάλιστα μια ημέρα από περιέργεια το είχε περπατήσει όλο για να δει που βγάζει και φυσικά δεν είχε αναφέρει ποτέ τίποτα σε κανένα
Όταν από αρκετή ώρα βγήκε έξω βρισκόταν κοντά στην βραχώδη περιοχή της βόρειας άκρης. Έβγαλε ένα κοφτερό μαχαίρι μέσα από το σάκο του και έκοψε δύο σύρματα που ένωναν δύο πασσάλους. Μετά έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα που ακούστηκε μέσα στην ησυχία της νύχτας και έφθασε μέχρι τους στάβλους. Τότε το μαύρο άλογο ο Σουλτάνος βγήκε από το παχνί του. Έσπρωξε την πόρτα του στάβλου με την μουσούδα του και άρχισε να καλπάζει προς τη βόρεια περιοχή του αρχοντικού.
Σε λίγο πλησίασε στο σημείο που ο Γκοσιάνο είχε κόψει τα σύρματα και είχε βγάλει τους πασσάλους.. Ο Σουλτάνος πέρασε ανάμεσα και βγήκε έξω από τον περιφραγμένο χώρο.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μπράβο αγόρι μου (φώναξε στο άλογο του)!!! Καλά τα καταφέραμε και οι δύο μας.!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έβαλε μετά ο Γκοσιάνο τους δύο πασσάλους πάλι στην θέση τους και καβαλώντας το άλογο του κάλπασε για το κέντρο της πολιτείας. Ήθελε να μάθει πληροφορίες πως θα πήγαινε στο Χάνι που είχε το όνομα το Διπλό Τσεκούρι. Αυτό ήταν το πρώτο σημαδεμένο σημείο επάνω στον χάρτη που είχε και που οδηγούσε στο σκοτεινό δάσος.
Ήταν αργά το βράδυ όταν πλησίασε το πανδοχείο που είχε πάει τότε που συνάντησε τους 3 άνδρες. Κτύπησε δυνατά την πόρτα και όταν του άνοιξε ο μισοκοιμισμένος πανδοχέας του ζήτησε δωμάτιο για να περάσει την νύχτα. Ο πανδοχέας βλέποντας τον κουρασμένο και ταλαιπωρημένο τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε αν είχε χρήματα. Ο Γκοσιάνο του έβαλε 2 χρυσά νομίσματα στο χέρι του. Αμέσως εκείνος χαμογέλασε και οδήγησε τον ξένο σε κάποιο δωμάτιο. Του άφησε φρούτα και ψωμί και του είπε, ότι το πρωί θα ετοίμαζαν φαγητό με την γυναίκα του. Έτσι ο Γκοσιάνο έπεσε να κοιμηθεί, γιατί η επομένη ημέρα θα ήταν πολύ κουραστική. Έπρεπε όμως να φύγει χαράματα πριν ο πατέρας του καταλάβει την εξαφάνιση του και στείλει τους στρατιώτες του στο κατόπι του.
Ξημερώματα της επομένης ημέρας ο Γκοσιάνο βγήκε από το δωμάτιο του, καβάλησε τον Σουλτάνο και τράβηξε για το κέντρο της αγοράς. Εκεί είδε ένα ολόκληρο καραβάνι εμπόρους που παζάρευαν για την αγορά μεταξωτών. Η αγορά ήταν ανοιχτή από πολύ πρωί, γιατί όσοι ερχόντουσαν για τα μεταξωτά βιαζόντουσαν να τα αγοράσουν πρωί και να στείλουν να φορτωθούν στα καράβια που έφευγαν από το μοναδικό λιμάνι που ήταν πολλές ώρες μακριά Ο Γκοσιάνο προσποιήθηκε, ότι έψαχνε για μεταξωτά και είχε τεντωμένα τα αυτιά του. Τότε άκουσε κάποιον έμπορο να φωνάζει σε έναν άλλο που πουλούσε μεταξωτά:
ΕΜΠΟΡΟΣ: Γρήγορα, γρήγορα!! Τα αγοράζω όλα!! Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Ο οδηγός που θα μας οδηγήσει στο λιμάνι είπε, ότι πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα για να είμαστε εκεί με την δύση του ήλιου.. Θα σταματήσουμε μόνο για λίγο στο γνωστό χάνι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε ο Γκοσιάνο στράφηκε στον έμπορο και του είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Είμαι απεσταλμένος του βασιλιά της Ζινμάρας και ήλθα εδώ να δω τα φημισμένα μεταξωτά και να αγοράσω κάποια από αυτά.. Πηγαίνω στο λιμάνι.. Μπορώ να έλθω μαζί σας μέχρις εκεί??.
ΕΜΠΟΡΟΣ: (καχύποπτα) Αν έχεις να πληρώσεις τον οδηγό κανείς δεν θα έχει αντίρρηση. Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά. Ο δρόμος μέχρι το λιμάνι έχει πολλές κακοτοπιές!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Φυσικά και θα πληρώσω τον οδηγό. Ποιος είναι για να μιλήσω μαζί του.???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο έμπορος του έδειξε ένα άνδρα με μακριά ξανθά μαλλιά και γένια που καθόταν σε ένα πάγκο έξω από ένα μαγαζί και πότιζε τα άλογα..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Πλησιάζοντας τον οδηγό) Έμαθα, ότι πηγαίνεις στο λιμάνι. Εγώ πηγαίνω στο Χάνι που λέγεται το Διπλό Τσεκούρι. Πόσα θέλεις για να έλθω μαζί σου??
ΟΔΗΓΟΣ: Μέχρι το Χάνι είναι 2 χρυσά αλλά μέχρι το λιμάνι 5. Το χάνι είναι στη μέση του πουθενά Απλά εκεί σταματάμε για να ξεκουραστούν τα άλογα. Τι θα κάνεις εκεί??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Του έδωσε τα 2 χρυσά λέγοντας του) Πηγαίνω μακριά…… (και δεν συνέχισε άλλο την κουβέντα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έτσι ο Γκοσιάνο μαζί με τους εμπόρους και το καραβάνι άφησε την πολιτεία και ξεκίνησε μια περιπέτεια στο άγνωστο που θα άλλαζε κυριολεκτικά την ζωή του!!!
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εντωμεταξύ είχε ξημερώσει και στο αρχοντικό όλα έμοιαζαν ήσυχα. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση ακόμα την εξαφάνιση του Γκοσιάνο.
Κάποια στιγμή αργά το πρωί μια υπηρέτρια χτύπησε την πόρτα του δωματίου του νεαρού για να τον ρωτήσει αν ήθελε κάτι. Όμως δεν πήρε απάντηση…
Δειλά άνοιξε την πόρτα και είδε, ότι το δωμάτιο ήταν άδειο….
Θορυβημένη βρήκε τον αρχηγό της φρουράς και του ανέφερε, ότι ο νεαρός άρχοντας έλειπε. Εκείνος δεν ανησύχησε και είπε, ότι ίσως είχε πάει για ιππασία, γιατί είχε δει, ότι έλειπε ο Σουλτάνος από τον στάβλο.
Ο άρχοντας ήταν πολύ απασχολημένος εκείνο το πρωινό και δεν είχε παρατηρήσει την απουσία του γιού του. Αργά το βράδυ όμως, όταν κάθισε στο τραπέζι με την γυναίκα του για το βραδινό ρώτησε:
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Δεν βλέπω τον Γκοσιάνο. Που είναι??
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Έκανε ιππασία όλη ημέρα και ίσως καθυστέρησε κάπου!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (Μιλώντας στον υπηρέτη του) Να έλθει εδώ ο αρχηγός της φρουράς αμέσως.!!.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Όταν ήλθε ο φρουρός ο άρχοντας τον ρώτησε κοιτάζοντας τον αυστηρά
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Που είναι ο Γκοσιάνο ??? Έχεις να μου αναφέρεις κάτι??
ΦΡΟΥΡΟΣ: (κατάχλωμος) Ψάξαμε παντού.!!!! Ο νεαρός άρχοντας εξαφανίστηκε. Χάθηκε μαζί και το άλογο του.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας, ρίχνοντας μια άγρια ματιά στον φρουρό, ζήτησε να γίνει έρευνα σε όλη την πολιτεία και να ρωτήσουν παντού αν κάποιος είχε δει τον Γκοσιάνο.
Κανείς όμως δεν μπορούσε να δώσει κάποια πληροφορία για το τι είχε συμβεί….
Η αρχόντισσα έβαλε τα κλάματα πιστεύοντας, ότι κάτι κακό συνέβηκε στο γιό της. Ίσως να είχε πέσει και κτυπήσει κάπου καθώς θα έτρεχε με το άλογο του.!!!!
Όμως ο καιρός περνούσε και δεν υπήρχε κάποιο ίχνος από τον Γκοσιάνο. Τότε ο άρχοντας άρχισε να υποψιάζεται, ότι ο γιός του είχε πραγματοποιήσει την απόφασή του να φύγει δηλαδή από το σπίτι και να γυρίσει τον κόσμο!!! Τα έβαλε τότε με όλους που δεν είχαν πάρει είδηση τι σκάρωνε όλο αυτόν τον καιρό πίσω από την πλάτη τους και έβγαλε ανακοίνωση σε όλη την πολιτεία, ότι θα έδινε 100 χρυσά σε όποιον έδινε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την εξαφάνιση του γιού του!!!! Όμως ο Γκοσιάνο κυκλοφορούσε πάντα με καλυμμένο το πρόσωπο του και δεν μπορούσε κανείς να δώσει με σιγουριά κάποια πληροφορία για το που πήγε!!! Ο άρχοντας από την μια μεριά ένοιωθε στενοχωρημένος από την απουσία του γιού του, γιατί ο Γκοσιάνο ήταν το μοναχοπαίδι του, από την άλλη όμως μέσα του δεν μπορούσε να μη θαυμάσει την παλικαριά του να τα παρατήσει όλα και να τραβήξει προς άγνωστη κατεύθυνση για να αποκτήσει νέες εμπειρίες. Φαίνεται, ότι τελικά δεν ήξερε τόσο καλά τον γιό του.!!! Φευγαλέα θυμήθηκε τα δικά του νιάτα και το πάθος του για κάθε τι καινούργιο και κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση!!!
Έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε στον Θεό να τον προσέχει !!!!!
Ο Γκοσιάνο πριν φύγει με το καραβάνι για το λιμάνι έβγαλε προσεκτικά τον χάρτη από την τσέπη του για να δει ποιο ήταν το επόμενο σημείο μετά το Χάνι Όμως ο χάρτης δεν οδηγούσε στο λιμάνι αλλά έδειχνε ένα στενό δρόμο που έβγαζε κατευθείαν στον Εξωνάδιο Ποταμό. Όμως πως θα πήγαινε εκεί??
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του, ότι όλα αυτά ήταν μια τρέλα. Μήπως η ανάγκη του για περιπέτεια είχε θολώσει την λογική του?? Μόνος του πως θα αντιμετώπιζε τους πιθανούς κινδύνους που ίσως υπήρχαν εκεί.???
Ένοιωσε μια ανησυχία αλλά την έδιωξε από τον νου του!! Τα πλούτη που είχε αναφέρει ο έμπορος δεν τον ενδιέφεραν τόσο όσο η ανάγκη να μάθει την αλήθεια για εκείνο το παράξενο μέρος. Να ήταν τάχα αλήθεια, ότι ζούσε κάποια γυναίκα αιχμάλωτη και παραμορφωμένη σε αυτή την αλλόκοτη περιοχή???
Φευγαλέα σκέφθηκε τις κοπέλες που ερχόντουσαν στο αρχοντικό. Ένοιωθε, ότι όλες υποκρινόντουσαν για να εντυπωσιάσουν και καμία τους δεν ήταν αληθινή!!!
Η δική του επιθυμία ήταν να αγαπήσει μια γυναίκα πολύ, προτού σκεφθεί να δέσει την ζωή του με την δική της!!! Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν απλή κοπέλα ή αρχοντοπούλα αρκεί τα μάτια της να ήταν ειλικρινή και γεμάτα αγάπη!!!
Φυσικά ο πατέρας του δεν θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο και θα ήθελε να τον παντρέψει με κάποια πλούσια αλλά τώρα που είχε φύγει από το αρχοντικό ίσως έβλεπε, ότι δεν μπορούσε πια να κανονίζει την ζωή του όπως εκείνος ήθελε!!!
Φθάνοντας στο Χάνι που είχε το όνομα το Διπλό Τσεκούρι ο οδηγός τον ρώτησε :
ΟΔΗΓΟΣ: Θα μείνεις τελικά εδώ ή θα συνεχίσεις μαζί μας μέχρι το λιμάνι??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Θέλω να πάω στο σκοτεινό δάσος!! Ξέρεις να μου συστήσεις κάποιον να με πάει εκεί???
ΟΔΗΓΟΣ: Είσαι σίγουρος?? Αυτό το μέρος είναι αλλόκοτο και λίγοι πλησιάζουν εκεί!!. Όμως, ναι, υπάρχει κάποιος που για 50 χρυσά θα σε πήγαινε μέχρι τον Εξωνάδιο Ποταμό. Λέγεται Μαρτζούκ και έχει πάει εκεί πολλές φορές….
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Που θα τον βρω??
ΟΔΗΓΟΣ: Είναι ο αδελφός του πανδοχέα . Θα του μιλήσω!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε λίγο ο Γκοσιάνο συνομιλούσε με τον Μαρτζούκ και κανόνισαν να πάνε στο σκοτεινό δάσος το επόμενο πρωί. Έτσι την άλλη ημέρα ξεκίνησαν για εκεί..
Όταν έφθασαν στον Εξωνάδιο Ποταμό ο Γκοσιάνο παρατήρησε, ότι το νερό είχε σκούρο κόκκινο χρώμα από την κόκκινη λάσπη που είχαν οι όχθες του.
Ο Γκοσιάνο γύρισε στον Μαρτζούκ και είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Θα μπω μέσα στο δάσος!! Σε 3 ημέρες να είσαι εδώ για να γυρίσουμε πίσω στο χάνι.
ΜΑΡΤΖΟΥΚ: Τα 50 χρυσά ήταν μόνο για να έλθουμε. Θέλω άλλα τόσα για να έλθω να σε πάρω και τα θέλω μπροστά. Ίσως μετά από 3 ημέρες τα πράγματα να μη είναι όπως τώρα. Γνωρίζεις, ότι κάποιοι έχουν μπει μέσα στο δάσος αλλά ελάχιστοι έχουν γυρίσει πίσω!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Ανοίγοντας το σακίδιο του έβγαλε κάτι πολύχρωμα μεταξωτά) Σου δίνω αυτά σαν προκαταβολή που είναι πολύ ακριβά… Τα χρήματα θα τα πάρεις μόνο όταν έλθεις να με πάρεις από εδώ!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μαρτζούκ κούνησε το κεφάλι του και παίρνοντας τα μεταξωτά έφυγε. Ο Γκοσιάνο άφησε τον Σουλτάνο κοντά στο ποτάμι και εκείνος ξεκίνησε με τα πόδια να μπει στο δάσος. Ένοιωθε ένα σφίξιμο μέσα του αλλά επιτέλους θα μάθαινε, γιατί η καρδιά του τον έσπρωξε σε μια τέτοια περιπέτεια. Μπορεί να πέθαινε, όμως θα είχε τολμήσει να κάνει κάτι που και μόνο η ιδέα του έμοιαζε καθαρή τρέλα
Περπατώντας μέσα στο δάσος παρατήρησε, ότι παρόλο που ήταν ημέρα, τα φυλλώματα των δένδρων ήταν πολύ πυκνά και το φως του ήλιου δεν τα περνούσε με αποτέλεσμα να μοιάζει σκοτεινό εκείνο το μέρος..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Μιλώντας στον εαυτό του) Φαντάσου την νύχτα πως θα είναι εδώ..
Ανατρίχιασε άθελά του, γιατί σκέφθηκε, ότι κάπου θα έπρεπε να μείνει περιμένοντας τον Μαρτζούκ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Καθώς περπατούσε μέσα στο δάσος άκουγε παράξενους θορύβους και με την άκρη του ματιού του ένοιωθε περίεργες σκιές να περνάνε από δίπλα του. Όλο αυτό σίγουρα σε έκανε να ανατριχιάζεις και να νοιώθεις απερίγραπτο φόβο!!
Συνέχισε όμως να προχωράει και να περιεργάζεται τον χώρο όσο μπορούσε στο μισοσκόταδο. Τότε είδε μπροστά του ένα μεγάλο δένδρο που από τα κλαδιά του κρεμόντουσαν πολύτιμοι λίθοι. Ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαράγδια. Ο Γκοσιάνο έμεινε και τα θαύμασε για λίγο. Προχώρησε παρακάτω και είδε ένα άλλο δένδρο που κρεμόντουσαν τεράστια διαμάντια που αστραποβολούσαν. Όμως ούτε και εδώ ένοιωσε την ανάγκη να σταθεί και να μαζέψει αυτά τα πολύτιμα αγαθά.
Τότε ξαφνικά μέσα στην σκοτεινιά διέκρινε ένα περίεργο τριχωτό πλάσμα που φορούσε ένα κράνος που άφηνε ακάλυπτα δύο λαμπερά μάτια. Η κορμοστασιά του έδειχνε γυναικεία αλλά δεν ήταν σίγουρος. Φορούσε σαν ρούχο ένα κομμάτι δέρμα γύρω από την μέση του και τα πόδια του ήταν λεπτά και τριχωτά.
Ο Γκοσιάνο έμεινε ακίνητος και κοιτούσε αυτό το παράξενο πλάσμα. Εκείνο τον είδε και με ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του κρατώντας ένα μαχαίρι στα χέρια του.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν πρόκειται να σε πειράξω!! Ήλθα για να δω αυτό το μέρος για το οποίο τόσα και τόσα είχα ακούσει!!!
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Βλέπω όμως, ότι δεν σε εντυπωσίασαν οι θησαυροί που υπάρχουν εδώ, γιατί δεν πήρες τίποτα.!! Έτσι γλίτωσες από τις σκιές που θα έπεφταν επάνω σου να σε κομματιάσουν την ίδια στιγμή που θα άπλωνες το χέρι σου στους θησαυρούς!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν με ενδιέφεραν τα πλούτη!!! Είχα ακούσει για μια γυναίκα που ζει εδώ αιχμάλωτη κάποιου μάγου. Την ξέρεις?? Εσύ ποιος είσαι ?? Εγώ είμαι ο Γκοσιάνο.
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Γιατί σε ενδιαφέρει αυτή γυναίκα??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Γιατί την καταλαβαίνω!!! Ήμουν και εγώ αιχμάλωτος, όχι κάποιου μάγου, αλλά της αυταρχικότητας των γονιών μου…Το έσκασα από το σπίτι μου και μπήκα σε πολλούς κινδύνους, όπως αυτόν τώρα, και σκέφθηκα, ότι ίσως μπορούσα να την βοηθήσω να ελευθερωθεί και αυτή… Η σκέψη αυτή και μόνο με έφερε στο σκοτεινό δάσος και τίποτα άλλο!!!
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Ακολούθησε με !!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: ο Γκοσιάνο ακολούθησε το παράξενο πλάσμα και σε λίγο βρέθηκαν σε μια χορταρένια καλύβα. Το πλάσμα του έδειξε κάποια φρούτα και του είπε, ότι μπορούσε να φάει αν πείναγε…Τότε ο Γκοσιάνο ρώτησε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μένεις καιρό εδώ? Πως βρέθηκες σε αυτό το μέρος? Πως σε λένε?
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Έχω ξεχάσει πόσο καιρό μένω εδώ. Το μόνο που θυμάμαι είναι, ότι με παράτησαν σε αυτό το δάσος, πριν πολλά χρόνια!! Το όνομα του είναι Χουρισάζ.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Εσύ είσαι λοιπόν η Χουρισάζ η αιχμάλωτη του σκοτεινού δάσους?? Πως μπορώ να σε βοηθήσω? Θα ήθελες να φύγεις από εδώ?
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Από όσο θυμάμαι εδώ ήταν πάντα το σπίτι μου. Που αλλού να πάω.??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Γκοσιάνο ένοιωθε απέραντη συμπόνια για το δύστυχο πλάσμα που ήταν κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου.. Σκεφτόταν όμως, ότι αν πραγματικά έφευγε από εκεί η Χουρισάζ δύσκολα θα μπορούσε να μείνει με τους ανθρώπους γιατί θα τους προκαλούσε φόβο.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Από ποιον απειλείται η ζωή σου και φοράς συνεχώς αυτό το κράνος??
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Οι σκιές δεν μπορούν να βλάψουν ούτε εμένα αλλά ούτε και κανένα άλλο που δεν αγγίζει τα πετράδια, γιατί αυτές τις εντολές έχουν από τον Ντέθομαρ τον άρχοντα του σκοτεινού δάσους. Το κράνος το φορώ γιατί με υποχρέωσε ο Ντέθομαρ. Ίσως είναι τόσο φρικτό το πρόσωπό μου που θα φόβιζε ακόμα και τις σκιές:!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Γκοσιάνο σκεφτόταν, ότι κάποιος παράτησε την Χουρισάζ βρέφος στο δάσος, γιατί ίσως είχε γεννηθεί παραμορφωμένη, και την ανέλαβε τελικά ο Ντέθομαρ ο άρχοντας του σκοτεινού δάσους Έτσι ο Γκοσιάνο έμεινε στην καλύβα με την Χουρισάζ. δύο ημέρες. Την επομένη θα έπρεπε να συναντήσει τον Μαρτζούκ. Τότε ρώτησε την Χουρισάζ:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Ξέρω, ότι ακούγεται δύσκολο για σένα αλλά άμα θέλεις μπορείς να έλθεις μαζί μου μακριά από αυτό το μέρος. .Δεν θα είναι εύκολα τα πράγματα, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι από τις σκιές αλλά ίσως να αξίζει η προσπάθεια. Τι λες???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Προτού προλάβει να απαντήσει η Χουρισάζ μια βροντερή φωνή ακούστηκε στην ησυχία του δάσους και ένα πλάσμα εμφανίστηκε, που είχε σώμα γιγάντιου γορίλα και πρόσωπο λύκου Ήταν ο Ντέθομαρ.
ΝΤΕΘΟΜΑΡ: Πως τολμάς εσύ ένας ασήμαντος να ζητάς από αυτή την γυναίκα που μου ανήκει να φύγει μαζί σου?? Πόσο νομίζεις, ότι θα μπορούσε να ζήσει με αυτή την μορφή που έχει μακριά από την ασφάλεια του σκοτεινού δάσους??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Κοιτώντας τον Ντέθομαρ στα μάτια θαρρετά είπε) Δεν νομίζεις, ότι ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη δική της θέληση?? Αν θέλει να μείνει εδώ έχει καλώς .Όμως αν η επιθυμία της είναι να γνωρίσει τις δυσκολίες του κόσμου, γιατί θα πρέπει εσύ να την εμποδίσεις??
ΝΤΕΘΟΜΑΡ: Για αυτό τον λόγο είπε ο Ντέθομαρ!! Με μια απότομη κίνηση τράβηξε το κράνος από το πρόσωπο της Χουρισάζ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μπροστά στα μάτια του Γκοσιάνο αποκαλύφθηκε η αποκρουστική μορφή που έκρυβε η Χουρισάζ κάτω από το κράνος… Το πρόσωπο της ήταν όλο τριχωτό με εξαίρεση τα μάτια της και είχε μια τρύπα για στόμα χωρίς δόντια…. Η Χουρισάζ έβαλε ασυναίσθητα τα χέρια της που ήταν και αυτά τριχωτά στο πρόσωπο της. Τότε ο Γκοσιάνο είδε δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.
Χωρίς δισταγμό έτρεξε και την αγκάλιασε. Αυτή η γυναίκα με την παραμορφωμένη μορφή συγκινούσε τόσο πολύ την καρδιά του που θα έκανε τα πάντα για να την δει ευτυχισμένη. Τότε γύρισε και είπε αποφασιστικά!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Άκου Ντέθομαρ, αν η Χουρισάζ θέλει να έλθει μαζί μου εγώ θα την πάρω και θα την φροντίζω μέχρι να πεθάνω!!! Για να με σταματήσεις δεν έχεις παρά να με σκοτώσεις!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Χουρισάζ είχε μείνει ακίνητη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ότι κάποιος την ήθελε έτσι όπως ήταν…Έστρεψε το βλέμμα της στον Γκοσιάνο και όταν οι ματιές του συναντήθηκαν κατάλαβε, ότι ήταν ειλικρινής.. Τότε ο Ντέθομαρ νοιώθοντας νικημένος όρμησε στον Γκοσιάνο να τον πνίξει. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει ένα βήμα, όταν ένοιωσε την Γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του και μια φωνή ακούστηκε στον χώρο…
ΦΩΝΗ: Αρκετά Ντέθομαρ!!! Νικήθηκες!! Επιστρέφεις για πάντα στο σκοτάδι όπου ανήκεις και ελευθερώνεται η Χουρισάζ!!! Είχε μιλήσει η Λαβόντια το Πνεύμα της Δύναμης της Αγάπης!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εκείνη την στιγμή μια τεράστια δίνη ρούφηξε τον Ντέθομαρ στα έγκατα της Γης και μαζί του τράβηξε όλες τις σκιές.. Όταν σταμάτησε η σεισμική δόνηση, η Χουρισάζ άρχισε να τρέμει και αίμα άρχισε να τρέχει από τα ρουθούνια της. Σε λίγο είχε φύγει όλο το αίμα από το σώμα της και αμέσως λιποθύμησε. Ο Γκοσιάνο έκοψε κάποια φύλλα από τα δένδρα για να της σκουπίσει το πρόσωπο και όπως την σκούπιζε τρίχες και δέρμα άρχισαν να ξεκολλάνε από πάνω της και να πέφτουν. Τότε άκουσε ο Γκοσιάνο την Λαβόντια να του λέει να πλύνει την Χουρισάζ στον Εξωνάδιο ποταμό. Ο Γκοσιάνο την πήρε αγκαλιά και την μετέφερε μέχρι τον ποταμό. Εκεί της έπλυνε όλο της το σώμα και τότε είδε, ότι ένα νέο δέρμα έβγαινε κάτω από το παλιό.
Το νερό του ποταμού δεν ήταν πια κόκκινο αλλά είχε γίνει καθαρό και κρυστάλλινο.
Αφού καθάρισε το σώμα της έτριψε με νερό και το πρόσωπό της. Τότε άκουσε ένα «κρακ» σαν να έσπαγε κάτι. Μπροστά στα μάτια του έσπασε σαν από πηλό το πρόσωπο που είχε η Χουρισάζ και από μέσα εμφανίστηκε το αληθινό της.!!
Είχε κατάλευκο δέρμα , μακριά μαύρα μαλλιά και πολύ όμορφα χείλη.
Ο Γκοσιάνο δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε!!!
Από τότε που είχε ακούσει για την Χουρισάζ πάντα ένοιωθε μια παράξενη έλξη για αυτή την γυναίκα και αυτό δεν σταμάτησε ακόμα και όταν είδε το παραμορφωμένο πρόσωπό της. Ένοιωθε, ότι την γνώριζε χρόνια.
Εκείνη την στιγμή άνοιξε τα μάτια της η Χουρισάζ και κοίταξε με απορία γύρω της.
Έπιανε το πρόσωπό της, κοιτούσε τα χέρια της και το σώμα της έτσι όπως ήταν πλυμένο στα νερά του ποταμού. Τα μάτια της συναντήθηκαν με τα μάτια του Γκοσιάνο που την κοιτούσε με μεγάλη αγάπη..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ : Είσαι ελεύθερη πια Χουρισάζ της είπε.!! Ο δεσμοφύλακας σου γύρισε στα σκοτάδια του. Η δύναμη της αγάπης διέλυσε το σκοτάδι και γέμισε τα πάντα γύρω μας από Φως.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε με ένα νόημα της Λαβόντιας δύο στοιχειά του δάσους έφεραν και άφησαν κάποια μεταξωτή φορεσιά για την Χουρισάζ καθώς και διάφορα στολίδια
Η Χουρισάζ ντύθηκε και στολίστηκε και τίποτα δεν θύμιζε επάνω της το αλλόκοτο πλάσμα που είχε συναντήσει πριν λίγες ημέρες ο Γκοσιάνο.
Όμως δεν επανήλθε μόνο η φυσική ομορφιά της επανήλθε και η μνήμη της.
Θυμήθηκε ποια ήταν και πως βρέθηκε στο σκοτεινό δάσος.!!
Σε λίγο διηγιόταν στον Γκοσιάνο την ιστορία της.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Είμαι η κόρη του ηγεμόνα της Βεγγάρας που βρίσκεται ανατολικά του σκοτεινού δάσους. Όταν ήμουν 7 χρονών η μητέρα μου πέθανε και ο πατέρας μου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Νουμιχάρ. Ήταν πολύ φιλόδοξη και ήθελε να είναι η μοναδική βασίλισσα της Βεγγάρας. Κάποια φορά έβαλε κρυφά υπνωτικό στο φαγητό μου και με έστειλε με κάποιον έμπιστο της στο δάσος. Εκείνος με παράτησε εκεί !!!
Όταν ξύπνησα είδα αλλόκοτες μορφές γύρω μου και όταν είδα τον Ντέθομαρ νόμισα ότι είχε έλθει ο Διάβολος να με πάρει!!! Ο Ντέθομαρ άρχισε να με καλοπιάνει και να μου τάζει πλούτη αν έμενα μαζί του. Εγώ αρνιόμουνα να μείνω και του είπα, ότι μπορούσε να με σκοτώσει αν ήθελε αλλά εγώ όσο ζούσα θα έβρισκα τρόπο να το σκάσω και να γυρίσω σπίτι μου. Τότε ο Ντέθομαρ με καταράστηκε και μου είπε, ότι από εδώ και στο εξής το σκοτεινό δάσος θα ήταν το σπίτι μου και δεν θα έφευγα ποτέ από εκεί. Εκείνη την στιγμή άρχισε και η μεταμόρφωσή μου στο πλάσμα που είδες.!! Την καρδιά μου όμως δεν μπόρεσε να την μεταμορφώσει. Ποτέ δεν σκότωσα κάποιον από αυτούς που ερχόντουσαν στο δάσος. Τους έδειχνα δρόμους να ξεφύγουν, τους έλεγα για τους θησαυρούς που ήταν δόλωμα, αλλά οι περισσότεροι όταν με έβλεπαν τρεπόντουσαν σε φυγή γεμάτοι τρόμο!!! Τα βράδια προσευχόμουνα να ερχόταν κάποιος να με γλιτώσει από αυτό το φρικτό μαρτύριο.!!!
Εκείνη την ημέρα που συναντηθήκαμε είχα δει στον ύπνο μου, ότι κάποιος θα με ελευθέρωνε από την αιχμαλωσία μου. Έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε που ήλθα παιδί σε αυτό το μέρος. Έχω νοιώσει όλα αυτά τα χρόνια μοναξιά, φόβο, θλίψη και απέραντη δυστυχία. Το Πνεύμα της Δύναμης της Αγάπης, η Λαβόντια που υπήρχε πάντα σε αυτό το δάσος με συμβούλευε να μη χάνω την πίστη μου και να θυμάμαι, ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Κάποτε η Δύναμη του Σκοταδιού προκάλεσε την Δύναμη της Αγάπης για την επικράτηση στο δάσος. Εκείνη δέχθηκε την πρόκληση!!!
Την στιγμή που δέχθηκες να με πάρεις μαζί σου, έτσι όπως ήμουνα παραμορφωμένη, να με αγαπάς και να με φροντίζεις ο Ντέθομαρ νικήθηκε οριστικά!!
Αυτό το δάσος επέστρεψε στο Φως και στην Αγάπη και ο Εξωνάδιος Ποταμός έγινε πακτωλός αφθονίας.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έβαλε τότε η Χουρισάζ τα χέρια της στο ποτάμι και έβγαλε χούφτες χρυσάφι!! Είπε στο Γκοσιάνο να πάνε στην καλύβα και να πάρουν δέρματα που είχε εκεί και να τα γεμίσουν χρυσό γιατί θα τα χρειαζόντουσαν. Ο Γκοσιάνο της πρότεινε μετά να φύγουν και να επιστρέψουν στην πατρίδα του. Ο Μαρτζούκ θα ερχόταν όπως είχαν συμφωνήσει για να πληρωθεί.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Δεν θέλω να σε αφήσω, όμως έχω κάτι να τελειώσω προηγουμένως…
Θέλω να επιστρέψω στην Βεγγάρα να δω αν ζει ο πατέρας μου και να αποκαταστήσω την δικαιοσύνη..!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Και εγώ δεν θέλω να σε αφήσω της είπε!! Μαζί θα κλείσουμε τους όποιους λογαριασμούς έχεις ανοικτούς εκεί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε λίγο φάνηκε από μακριά το άλογο του Μαρτζούκ. Όταν πλησίασε,. ο Γκοσιάνο του έδωσε χρυσάφι και του είπε, ότι δεν θα επέστρεφε στο Χάνι αλλά ήθελε να πάει στην Βεγγάρα που ήταν ανατολικά από το δάσος. Εκείνος προσφέρθηκε να τον οδηγήσει εκεί. Τότε είδε την Χουρισάζ.!!
ΜΑΡΤΖΟΥΚ: Ποιά είναι η γυναίκα?? Μια αρχοντοπούλα που χάθηκε στο δάσος και θέλει να επιστρέψει σπίτι της!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μαρτζούκ δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Ο Γκοσιάνο μαζί με την Χουρισάζ καβάλησαν τον Σουλτάνο και ξεκίνησαν για την πόλη της Βεγγάρας
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε πολλές ημέρες έφθασαν στην Βεγγάρα. Ο Γκοσιάνο με την Χουρισάζ βρήκαν ένα πανδοχείο για να ξεκουραστούν και να καταστρώσουν ένα σχέδιο. Η Χουρισάζ ήθελε να δει τον πατέρα της αλλά μετά από τόσα χρόνια δεν ήξερε πως θα την αντιμετώπιζε και αν την πίστευε Η Νουμιχάρ είχε πάντα μεγάλη επιρροή επάνω του.
Βγήκαν ύστερα από λίγο από το πανδοχείο και κατέβηκαν στην κεντρική αγορά για να μάθουν κάποιες πληροφορίες. Η Χουρισάζ είχε καλύψει το πρόσωπό της με μια μαντήλα, όχι γιατί φοβόταν ότι κάποιος ίσως την αναγνώριζε, αλλά ήθελε να περνά απαρατήρητη και να ρωτά τάχα αδιάφορα για πληροφορίες. Έλεγε, ότι είχε έλθει με τον άνδρα της που ήταν έμπορος για την αγορά διαφόρων ειδών. Τότε κοντά σε ένα πάγκο είδε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας που ψώνισε κάτι και έφυγε βιαστικά. Φευγαλέα ήλθε στην μνήμη της η μορφή της γκουβερνάντας της Ζαφιζάριας που εκείνη τη φώναζε χαϊδευτικά Νάνα- Ζαρία. Η Χουρισάζ πήρε από πίσω την γυναίκα για να βρει τρόπο να της μιλήσει όταν εκείνη γύρισε ξαφνικά και την ρώτησε
ΖΑΡΙΑ: Με ακολουθείς ώρα!! Τι ζητάς από μένα??
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Νάνα –Ζαρία εσύ??
ΖΑΡΙΑ: Πως με είπες?? Έτσι με φώναζε κάποια που δεν ζει πια!!!
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Νάνα –Ζαρία είμαι η Χουρισάζ και κατέβασε την μαντήλα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και της έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει. Μετά της έδειξε ένα σπίτι και της είπε να πάει εκεί. Ο Γκοσιάνο παρακολουθούσε την σκηνή από μακριά, όταν η Χουρισάζ του έκανε νόημα, ότι θα έμπαινε στο σπίτι.
Μπήκε μέσα και είδε, ότι εκεί βρισκόντουσαν συγκεντρωμένα πολλά πρόσωπα άνδρες και γυναίκες. Τότε η Νάνα-Ζαρία μίλησε και είπε στην Χουρισάζ, ότι όλοι εκεί μέσα ήταν πιστοί στον ηγεμόνα τους που αργοπέθαινε σχεδόν παράλυτος από κάτι περίεργα φάρμακα που του έδινε η σύζυγος του Νουμιχάρ. Είχε εξαγοράσει στρατιώτες για να υπακούν μόνο σε εκείνη και τον παλιό και έμπιστο στρατηγό και σύμβουλο του βασιλιά τους τον είχε διώξει. Ο λαός υπόφερε, γιατί η Νουμιχάρ έβαζε συνεχώς φόρους για να εισπράττει περισσότερα χρήματα και να ικανοποιεί τις φιλοδοξίες της. Η μόνη κληρονόμος του ηγεμόνα τους είχε χαθεί, όταν ήταν 7 χρονών.. Τότε η Χουρισάζ διηγήθηκε σε όλους την ιστορία της και πως την απελευθέρωσε ο αγαπημένος της Γκοσιάνο από τον σκοτεινό άρχοντα του δάσους. Επίσης τους είπε, ότι επιθυμούσε να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και η τάξη στην χώρα τους.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Κάτοικοι της Βεγγάρας, συνέχισε η Χουρισάζ, δεν ήλθα εδώ για να πάρω εκδίκηση για ότι μου συνέβηκε. Ήλθα από επιθυμία να ξαναδώ τον πατέρα μου. Τώρα άκουσα και για τα δικά σας δεινά και επιθυμώ να λάβει η Νουμιχάρ αυτό που της αξίζει!! Έχω ένα σχέδιο που θα μας βοηθήσει να απελευθερώσουμε την πόλη….
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Χουρισάζ θα έμπαινε σαν υπηρέτρια στο παλάτι. Θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη της Νουμιχάρ και θα μάθαινε τι έδινε στον πατέρα της και είχε χάσει την υγεία του. Ταυτόχρονα ο παλιός σύμβουλος του και αρχηγός του στρατού του θα συγκέντρωνε στρατιώτες από δυσαρεστημένους πολίτες και θα επιτίθεντο στο παλάτι την κατάλληλη στιγμή. Έπρεπε να γίνουν όλα με απόλυτη μυστικότητα.
Έτσι κάποιοι που δούλευαν στο παλάτι κανόνισαν να μπει μέσα η Χουρισάζ σαν υπηρέτρια!! Εκείνη βρήκε τρόπο να πλησιάσει την Νουμιχάρ και με διάφορες κολακείες την κατάφερε να της εμπιστευτεί το γιατρικό που έδινε κάθε βράδυ στον πατέρα της. Όταν μπήκε στο δωμάτιο του η Χουρισάζ και τον είδε ύστερα από τόσα χρόνια με τα βίας συγκράτησε τα δάκρια της. Ήταν αδύναμος και είχε τα μάτια του κλειστά… Η Χουρισάζ έχυσε το φάρμακο σε ένα φιαλίδιο που είχε στην τσέπη της και το αντικατέστησε με κάποιο άλλο που θα βοηθούσε τις ζωτικές λειτουργίες του άρρωστου να επανέλθουν. Ύστερα από μια εβδομάδα ο ασθενής άνοιξε τα μάτια του για πρώτη φορά. Η Χουρισάζ του έκανε νόημα να μη μιλήσει και αν έμπαινε μέσα στο δωμάτιο η Νουμιχάρ να έκανε, ότι κοιμόταν…!!
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες, και η Χουρισάζ έλεγε στην Νουμιχάρ, ότι ο ασθενής χειροτέρευε ημέρα με την ημέρα.
Όταν ο πατέρας της άρχισε να σηκώνεται και να περπατάει σιγά σιγά με την βοήθεια της, την ρώτησε ποια ήταν και γιατί κρυβόντουσαν από την Νουμιχάρ..
Τότε η Χουρισάζ του τα διηγήθηκε όλα. Την δική της αρπαγή, τη δική του αρρώστια από το φάρμακο που του έδινε για να τον εξολοθρεύσει, την αλλαγή του φαρμάκου με άλλου, την αγανάκτηση του λαού από τους φόρους, την απομάκρυνση του αγαπημένου του συμβούλου από τον στρατό.
Ο πατέρας της άκουγε όλα αυτά και κατάλαβε, ότι είχε πέσει θύμα της απληστίας της συζύγου του Επιθυμούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη για όλα όσα είχε προξενήσει τόσο αυτός από την αφέλεια του όσο και η αχαλίνωτη φιλοδοξία της γυναίκας του.
Έτσι όταν εκείνος είχε τελείως αναρρώσει και είχε μαζευτεί αρκετός στρατός, άνοιξε η Χουρισάζ μια κρυφή πόρτα στο παλάτι και εισέβαλλαν μέσα οι στρατιώτες, Συνέλαβαν την Νουμιχάρ, την έδεσαν και την έφεραν στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί η Νουμιχάρ έμεινε με το στόμα ανοικτό, όταν είδε τον άνδρα της να είναι τελείως καλά, όρθιος και να συζητάει με τους συμβούλους τους. Δίπλα του βρισκόταν μια νέα γυναίκα που κάτι της θύμιζε.
Η Νουμιχάρ ρώτησε έκπληκτη τι συνέβαινε και γιατί την έφεραν εκεί δεμένη….
ΑΡΧΟΝΤΑΣ της ΒΕΓΓΑΡΑΣ: Έχε υπομονή και σε λίγο όλα θα ξεκαθαρίσουν. Έχω καλέσει στρατό, δικαστές και τον λαό για αυτή την υπόθεση..
ΝΟΥΜΙΧΑΡ: Ποιά είναι αυτή η γυναίκα δίπλα σου??
ΑΡΧΟΝΤΑΣ της ΒΕΓΓΑΡΑΣ : Α! Δεν την γνώρισες?? Είναι η κόρη μου η Χουρισάζ!!! Ξέρεις αυτή που έστειλες στο σκοτεινό δάσος για να πεθάνει……
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να ασφυκτιά και όταν σε λίγο η αίθουσα γέμισε από κόσμο κατάλαβε, ότι άρχιζε η δίκη της.
Εκεί μπροστά σε όλους η Χουρισάζ επανέλαβε την ιστορία της και πως γλίτωσε χάρη στην αγάπη του Γκοσιάνο. Συνέχισε με το δηλητήριο που της είχε δώσει η Νουμιχάρ για να το δίνει στο πατέρα της και που εκείνη το αντικατέστησε με αυτό που της έδωσε ο προσωπικός του γιατρός και φίλος του
ΝΟΥΜΙΧΑΡ: Λες ψέμματα!!! Δεν του έδωσα ποτέ δηλητήριο και δεν σε έστειλα εγώ στο σκοτεινό δάσος.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Βγάζοντας από την τσέπη της κάποια φιαλίδια της τα έδειξε. Αν δεν είναι δηλητήριο πιες τα εδώ μπροστά σε όλους!!! Τα έχω φυλάξει με το φάρμακο που μου έδινες!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να κλαίει και να ισχυρίζεται, ότι είναι αθώα και ότι όλα ήταν μια πλεκτάνη για να την βγάλουν από την μέση. Εκείνη αγαπούσε τον άνδρα της και ήθελε το καλό του. Το φάρμακο, της το είχε συστήσει κάποιος γιατρός για να γίνει γρήγορα καλά !! Δεν είχε ιδέα αν ήταν κάτι άλλο!!!
Υποστήριζε ακόμα, ότι εκείνη δεν έστειλε ποτέ την Χουρισάζ στο δάσος αλλά έφταιγε η γκουβερνάντα της που από αμέλεια άφησε να της κλέψουν το παιδί!! Εκείνη ήταν υπεύθυνη για όλα!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Τότε μια γυναίκα βγήκε από το πλήθος που είχε μαζευτεί και είπε:
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η γκουβερνάντα της πριγκίπισσας δεν έδειξε αμέλεια.!!! Είχε μπει υπνωτικό στο φαγητό τους και όταν αποκοιμήθηκαν, ο άνθρωπος που είχε πληρώσει η Νουμιχάρ, άρπαξε το παιδί για να το σκοτώσει. Δούλευα τότε σαν υπηρέτρια στο παλάτι και τους άκουσα που το σχεδίαζαν!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά ένας άνδρας πλησίασε την Νουμιχάρ και την ρώτησε
ΑΝΔΡΑΣ: Μπορείτε να μας πείτε ποιος γιατρός σας σύστησε το φάρμακο που δίνατε στον βασιλιά?? Πόσο συχνά τον παρακολουθούσε??? Μπορείτε να μας εξηγήσετε, γιατί αντί να βελτιώνεται η κατάσταση του χειροτέρευε?? Το φάρμακο που έπινε τους τελευταίους μήνες του το έφτιαξα εγώ σαν αντίδοτο σε αυτό που έπινε τον προηγούμενο καιρό…ήμουν για χρόνια ο προσωπικός του ιατρός μέχρι που με διώξατε λέγοντας, ότι δεν ήμουν κατάλληλος για τον άνδρα σας!! Πως εξηγείτε, ότι είναι καλά τώρα??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να στριμώχνεται και έβλεπε, ότι κανείς δεν ήταν τώρα με το μέρος της ακόμα και από αυτούς που είχε εξαγοράσει.
Τότε πήρε τον λόγο ο ίδιος ο βασιλιάς και είπε, ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περισσότερο Ζήτησε από τους δικαστές να ορίσουν την τιμωρία της συζύγου του
Η απόφαση ομόφωνα ήταν θάνατος στην κρεμάλα!!!
Αμέσως τότε μίλησε η Χουρισάζ:
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Κάτοικοι της Βεγγάρας γνωρίζω, ότι έχετε αδικηθεί από την βασίλισσα όσο και εγώ. Πιστεύω στην δικαιοσύνη για αυτό προτείνω να μη την θανατώσουμε εμείς αλλά να αποφασίσει η θεία πρόνοια για την τύχη της!!
Προτείνω λοιπόν να την αφήσουμε σε μια βάρκα στη μέση της θάλασσας με λίγο νερό και ψωμί και αν καταφέρει να σωθεί έτσι ας γίνει!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Βασιλιάς συμφώνησε με την κόρη του και η Νουμιχάρ οδηγήθηκε συνοδευόμενη από στρατιώτες σε ένα πλοίο. Όταν έφθασαν καταμεσής της θάλασσας την κατέβασαν σε μια βάρκα και την άφησαν εκεί με λίγο νερό και ψωμί. Κανένας ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε.!!
Έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα στην Βεγγάρα!!!
Έπειτα από λίγο καιρό ο Γκοσιάνο ζήτησε από τον πατέρα της Χουρισάζ να παντρευτεί την κόρη του και να φύγουν για την δική του χώρα την Νουχάρα, γιατί και εκείνος ήθελε να δει τους δικούς του. Όμως ο πατέρας της τους ανακοίνωσε, ότι μετά τον γάμο τους θα άφηνε την διοίκηση της χώρας σε αυτόν και στην κόρη του και εκείνος θα αποσυρόταν, γιατί η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη!! Θα μπορούσε να καλέσει τους γονείς του να έλθουν να μείνουν για πάντα στην Βεγγάρα αν ήθελαν..
Έτσι ο Γκοσιάνο έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του που τους έλεγε:
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Αγαπημένοι μου γονείς,
Πέρασε πάρα πολύ καιρός από τότε που έκανε την επανάστασή μου και έφυγα από το σπίτι για να γνωρίσω διαφορετικά μέρη και ανθρώπους.
Η περιπλάνηση μου κράτησε πολύ αλλά με έφερε κοντά στην γυναίκα που αγαπώ πολύ και που είναι η πριγκίπισσα της Βεγγάρας.
Σε τρείς εβδομάδες θα γίνουν οι γάμοι μας εδώ!!. Ο πατέρας της μας ανακοίνωσε, ότι μετά τον γάμο μας θα αναλάβω εγώ και η γυναίκα μου Χουρισάζ την διοίκηση της πόλης και εκείνος θα αποσυρθεί για να ξεκουραστεί!!
Σας προσκαλώ στους γάμους μου και σας παρακαλώ αν και εσείς το θέλετε να μείνετε για πάντα εδώ κοντά μας!!
Με όλη μου την αγάπη
Γκοσιάνο
Σφράγισε το γράμμα με το δακτυλίδι που φορούσε και είχε σκαλισμένο το οικόσημο της οικογένειας του και το έδωσε σε δύο στρατιώτες του να το πάνε στον άρχοντα της Νουχάρας. Η Νουχάρα ήταν πολύ μικρότερη πολιτεία από την Βεγγάρα τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό αλλά βρισκόταν και πάρα πολύ μακριά.
Τους παρακάλεσε να κάνουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν!!!
Έτσι εκείνοι ταξίδεψαν αρκετές ημέρες όταν κάποτε έφθασαν μπροστά στο αρχοντικό του άρχοντα της Νουχάρας.
Ζήτησαν από τους φρουρούς του να τον συναντήσουν, γιατί είχαν ένα πολύ επείγον μήνυμα να του δώσουν. Οδηγήθηκαν λοιπόν μπροστά του και του έδωσαν το γράμμα του Γκοσιάνο.
Ο άρχοντας δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που διάβαζε! Αν δεν ήταν το βουλοκέρι στο γράμμα θα νόμιζε, ότι κάποιος του έκανε ένα κακόγουστο αστείο!!
Μετά από τόσο καιρό απουσίας του είχε πιστέψει, ότι ο μοναχογιός του είχε πάθει κάτι σοβαρό. Δεν έλεγε τίποτα στην γυναίκα του, η οποία υπόφερε από την εξαφάνιση του μονάκριβου παιδιού της, για να μη χειροτερέψει τα πράγματα!!!
Τώρα μάθαινε, ότι ο γιός του όχι μόνο ήταν καλά αλλά ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πριγκίπισσα της Βεγγάρας και να γίνει βασιλιάς.
Ήθελε χρόνο για να τα πιστέψει όλα αυτά!!
Είπε, στους δύο απεσταλμένους του γιού του να μείνουν στο αρχοντικό να ξεκουραστούν μέχρι να προετοιμάσει την γυναίκα του για αυτά τα ανεπάντεχα νέα
Όταν η μητέρα του Γκοσιάνο έμαθε τα μαντάτα στην αρχή λιποθύμησε μετά ξέσπασε σε δάκρια χαράς και αγκαλιάζοντας τον άνδρα της του ζήτησε να φύγουν το συντομότερο για την Βεγγάρα.
Εκείνος τότε κάλεσε τον αδελφό του και αφού του είπε, ότι ο γιός του ήταν ζωντανός και έμενε στην Βεγγάρα του ανακοίνωσε, ότι εκείνος θα έφευγε για εκεί και του άφηνε την διοίκηση της πόλης τους
Έτσι σε λίγες ημέρες ξεκίνησαν με τους δύο απεσταλμένους για να πάνε στην Βεγγάρα. Μετά από ένα πολύ μακρινό ταξίδι έφθασαν στα ανάκτορα αυτής της πολιτείας
Ο Γκοσιάνο μόλις είδε τους γονείς του έπεσε στην αγκαλιά τους και γυρνώντας στον πατέρα του τον ρώτησε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Πατέρα, με συγχώρεσες λοιπόν που έφυγα κρυφά από το σπίτι και παράκουσα τις εντολές σου??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο πατέρας του τον κοίταξε στα μάτια και μετά κοίταξε την Χουρισάζ που ήταν κοντά και είπε:
ΠΑΤΕΡΑΣ του ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να σε συγχωρέσω .Να μου κάνετε πολλά πολλά εγγόνια!!!
Σε λίγες ημέρες έγινε ο γάμος του Γκοσιάνο με την Χουρισάζ και το γαμήλιο γλέντι κράτησε πολλές ημέρες!!
Η ιστορία τους έγινε παραμύθι, θρύλος, τραγούδι που λεγόταν από στόμα σε στόμα για πολλά χρόνια. Ένας αληθινός ύμνος που αποθέωνε την Δύναμη της Αγάπης και που έκανε όσους τον άκουγαν να ελπίζουν και να ονειρεύονται !!!
ΤΕΛΟΣ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε σε μια μακρινή εποχή οι θρύλοι μιλούσαν για ένα σκοτεινό δάσος, που βρισκόταν κοντά στον Εξωνάδιο ποταμό και οδηγούσε στην χώρα των ίσκιων και των φαντασμάτων. Λεγόταν, ότι όποιος είχε την ατυχία να περάσει από εκείνο το μέρος έχανε τα λογικά του.!!!
Εκεί, συνέχιζαν οι θρύλοι, ζούσε μια γυναίκα αιχμάλωτη κάποιου μάγου που την είχε φρικτά παραμορφώσει. και λεγόταν Χουρισάζ!!
Πολύ μακριά από το σκοτεινό δάσος υπήρχε μια πολιτεία, η Νουχάρα, που οι κάτοικοι της ήταν φιλήσυχοι και ασχολιόντουσαν με την εμπορία μεταξιού και μαλλιού.
Ο άρχοντας της πόλης ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος και είχε ένα γιό που ήταν και ο μοναδικός του διάδοχος. Ο γιός του λεγόταν Γκοσιάνο και δεν του άρεσε να ασχολείται με κάτι ιδιαίτερα. Τα εύρισκε όλα βαρετά και ανούσια!!. Όλη ημέρα τεμπέλιαζε και όταν ο πατέρας του μιλούσε για διάφορες υποθέσεις της πολιτείας εκείνος χασμουριόταν και έλεγε, ότι αυτά ήταν για τους συμβούλους και αυτόν δεν τον ενδιέφεραν καθόλου.
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Γκοσιάνο, μια ημέρα θα είσαι εσύ ο άρχοντας αυτής της πόλης και πρέπει να μάθεις παιδί μου πως να διοικείς, γιατί δεν είναι όλα στην ζωή εύκολα!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Εσύ πατέρα μου θα ζήσεις πολλά χρόνια!!! Μέχρι τότε θα έχω μάθει αρκετά από σένα.!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας ένοιωθε πολλές φορές απόγνωση μπροστά στην απραξία του γιού του. Είχε πάρει τους καλύτερους δασκάλους για να τον μορφώσουν αλλά εκείνος δεν έδειχνε να έχει κάποια ιδιαίτερη κλίση. Το μόνο που του άρεσε ήταν να φορά απλά ρούχα να κατεβαίνει στην πόλη και να μπλέκει μέσα στο πλήθος. Εκεί ένοιωθε, ότι μάθαινε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που δεν του δίδασκαν τα βιβλία…
Μια ημέρα ο Γκοσιάνο τριγυρνώντας στα στενά σοκάκια της πολιτείας μπήκε και σε ένα παλιό πανδοχείο. Φορούσε μια σκούρα κάπα με κουκούλα για να μη αναγνωρίζεται και ζήτησε από τον πανδοχέα να του φέρει κάτι να πιει και να φάει.
Στο διπλανό τραπέζι καθόντουσαν τρείς άνδρες που έπιναν κρασί και σιγοψιθύριζαν.
Επάνω στο τραπέζι είχαν απλώσει κάτι που έμοιαζε με χάρτη.
Ο ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ: Σας λέω είναι γνήσιος ο χάρτης!!. Μου τον έδωσε ο έμπορος που ήλθε από την διπλανή πολιτεία για να αγοράσει μετάξι!!! Μου είπε, ότι υπάρχουν αμύθητα πλούτη μέσα στο σκοτεινό δάσος και ότι όλοι αυτοί οι θρύλοι είναι για τους φοβητσιάρηδες… Εκείνος είχε περάσει πολλές φορές από εκεί και δεν είχε δει ή ακούσει κάτι. Μου είπε, ότι καλό θα ήταν να πηγαίναμε πολλοί μαζί, γιατί ίσως χρειαζόταν να σκάψουμε για να βρούμε τον θησαυρό.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Είσαι με τα καλά σου!!! Σίγουρα ο έμπορος σε κορόιδεψε Γιατί να σου δώσει τον χάρτη εσένα και να μη πάει ο ίδιος να πάρει τα πλούτη όπως σου είπε?? Κανένας δεν έχει γυρίσει από εκεί….Κάτι θα είχαμε ακούσει όλα αυτά τα χρόνια….
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ:. Όταν ο έμπορος είχε έλθει στην πόλη μας, γλίστρησε πάνω σε κάτι νερά και στραμπούλιξε το πόδι του Πονούσε φρικτά. Εγώ έτυχε να περνάω από εκεί και επειδή γνωρίζω από τέτοια κτυπήματα τον βοήθησα να συνέλθει. Εκείνος σαν αντάλλαγμα άνοιξε ένα μικρό πουγκί που είχε στην ζώνη του και μου έδωσε τον χάρτη που ήταν πολύ καλά διπλωμένος.. Μου είπε, ότι ήταν πολύ πλούσιος από το εμπόριο μεταξιού και δεν ήθελε άλλα πλούτη
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Προτείνεις δηλαδή να πιστέψουμε αυτά που σου είπε και να πάμε όλοι μαζί στο σκοτεινό δάσος για να βρούμε τον θησαυρό??
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Δεν βλέπω γιατί να με κοροϊδέψει. .. Εγώ δεν του ζήτησα τίποτα. Δεν είχε κανένα λόγο. Προσφέρθηκε από μόνος του…
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Πιθανότατα επειδή κανένας μέχρι στιγμής δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε ίσως και ο ίδιος. Σου έδωσε τον χάρτη γιατί του ήταν άχρηστος!! Σου συνιστώ να ξεχάσεις αυτό το θέμα, γιατί δεν θα βρεις κανένα μα κανένα να είναι τόσο τρελός, ώστε να ρισκάρει για κάτι τόσο επικίνδυνο.!!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εκείνη την ώρα τους πλησίασε και ο πανδοχέας με μια νέα κανάτα κρασί. Έριξε μια κλεφτή ματιά επάνω στο τραπέζι και βλέποντας τον χάρτη, γούρλωσε τα μάτια του και τους είπε:
ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ: Δεν ξέρω που βρήκατε αυτόν τον χάρτη αλλά σας συνιστώ να απαλλαχθείτε από αυτόν το συντομότερο. Μόνο η θέα του Εξωνάδιου ποταμού είναι αρκετή να φέρει μεγάλη συμφορά!!! Ρίχτε τον στην φωτιά!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε ο πρώτος άνδρας που είχε μιλήσει για τον χάρτη και τον θησαυρό τον μάζεψε, τον δίπλωσε και τον έχωσε στην τσέπη του πανωφοριού του. Οι τρεις άνδρες συνέχισαν να πίνουν και δεν ξανακουβέντιασαν καθόλου για αυτό το θέμα. Τότε ο Γκοσιάνο σηκώθηκε από το τραπέζι που καθόταν και με καλυμμένο το πρόσωπό του γύρισε και είπε στον άνδρα που είχε τον χάρτη.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Κύριε, άκουσα, χωρίς να το θέλω, αυτά που λέγατε πριν από λίγο.. Μου πουλάς αυτόν το χάρτη.?? Τον αγοράζω..!!!
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: Είσαι σίγουρος?? Δεν είναι εύκολα τα πράγματα εκεί από ό,τι άκουσες!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Το γνωρίζω, όμως επιμένω να τον αγοράσω.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ (σκεφτικός) Κοίτα, Δεν θέλω τώρα λεφτά !!!Όμως αν καταφέρεις και βρεις τον θησαυρό, και γυρίσεις ζωντανός θα μου δώσεις ποσοστό από τα κέρδη σου.!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Έγινε!!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο πρώτος άνδρας έβγαλε από την τσέπη του τον χάρτη και τον έδωσε στο Γκοσιάνο! Εκείνος τον πήρε και βγήκε από το πανδοχείο. Γυρνώντας στο αρχοντικό κλείστηκε στο δωμάτιο του και τον περιεργάστηκε.
Πρόσεξε τότε κάτι αλλόκοτα σημάδια που είχε σε κάποια σημεία και παρατήρησε το ποτάμι που περνούσε από το σκοτεινό δάσος. Τα νερά του ποταμού ήταν ζωγραφισμένα στον χάρτη με κατακόκκινο χρώμα και πραγματικά η όψη τους ήταν τρομακτική γιατί έμοιαζαν με αίμα!!!! Ο Γκοσιάνο όμως δεν φοβήθηκε από ό,τι έβλεπε. Κατά ένα ανεξήγητο τρόπο όλη αυτή η ιστορία είχε εξάψει το ενδιαφέρον του. Αποφάσισε λοιπόν να έλεγε στον πατέρα του, ότι θα έφευγε για ένα διάστημα από το σπίτι για να γνωρίσει τον κόσμο και να μάθει καινούργια πράγματα, ώστε να γίνει κάποτε καλός κυβερνήτης. Πως θα αντιδρούσε όμως ο πατέρας του αν μάθαινε, ότι σκόπευε να πάει και στο σκοτεινό δάσος.?? Ίσως να του το απαγόρευε, γιατί υπήρχαν κάποιες δεισιδαιμονίες για αυτήν την περιοχή Ο Γκοσιάνο είχε ακούσει για τους θρύλους που λεγόντουσαν για εκείνο το μέρος αλλά δεν τους πίστευε!!! Γνώριζε, ότι όλοι οι έμποροι διηγιόντουσαν ιστορίες από τα μέρη που πήγαιναν που ήταν κάπως υπερβολικές!! Ίσως κάτι τέτοιο να συνέβαινε και με το σκοτεινό δάσος. Εάν δεν πήγαινε ο ίδιος εκεί πως θα ήξερε τι ήταν αλήθεια??? Έπρεπε να το ρισκάρει!!!
Έτσι την άλλη ημέρα το πρωί ο Γκοσιάνο κοιτώντας τους γονείς τους είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Ξέρετε, θα ήθελα να σας ανακοινώσω, ότι αποφάσισα να λείψω από το σπίτι για ένα χρονικό διάστημα. Θα ταξιδέψω σε διαφορετικά μέρη, για να γνωρίσω άλλους ανθρώπους και να μάθω νέα πράγματα!!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Τι είναι αυτά που λες παιδί μου!!! Δεν μπορεί να φύγεις γιατί είσαι ο μοναδικός μου διάδοχος!! Πες μου τι θέλεις να μάθεις και θα σου φέρω εδώ τους καλύτερους δασκάλους για να στο μάθουν!! Εσύ μέχρι τώρα βαριόσουν τα πάντα και ξαφνικά αποφάσισες να ταξιδέψεις?? Που θέλεις να πας??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Αν σου έλεγα, ότι θέλω να πάω πέρα στον Εξωνάδιο ποταμό και στο σκοτεινό δάσος τι θα έλεγες???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μόλις άκουσε αυτά η μητέρα του χλόμιασε και είπε:
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Ε!!! Σίγουρα έχασες τα λογικά σου παιδί μου από τώρα χωρίς να πας καν εκεί!!! Ούτε οι καλύτεροι στρατιώτες δεν τολμούν να πλησιάσουν εκείνο το μέρος, όχι εσύ που είσαι παιδί ακόμα και δεν ξέρεις να χειρίζεσαι το σπαθί καλά- καλά!!! Αυτό είναι βέβαιος θάνατος και τόσο ο πατέρας σου όσο και εγώ δεν μπορούμε να σου επιτρέψουμε κάτι τέτοιο!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν είμαι πια παιδί μητέρα!! Είμαι αρκετά μεγάλος για να φροντίζω τον εαυτό μου!!!!! (Γυρνώντας στον πατέρα του) Πατέρα αν δεν γνωρίσω τους κινδύνους και δεν παλέψω με τους φόβους μου δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω ένας άξιος διάδοχος σου !!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (Αυστηρά) Αυτή η συζήτηση τελειώνει εδώ Γκοσιάνο!!! Σε παρακαλώ δεν θέλω να ξανακούσω λέξη, ότι θέλεις να φύγεις και να ταξιδέψεις και όλα αυτά για το σκοτεινό δάσος!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας κάλεσε κρυφά τον αρχηγό της προσωπικής του φρουράς και του είπε να προσέχει τον Γκοσιάνο και να του δίνει αναφορά για όλες του τις κινήσεις!!
Ο Γκοσιάνο την περίμενε αυτή την αντίδραση των γονιών του!!. Έπρεπε λοιπόν να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, για να ξεφύγει χωρίς να τον πάρουν είδηση, γιατί είχε αντιληφθεί, ότι ο αρχηγός της φρουράς τον κατασκόπευε διακριτικά..
Από εκείνη την ημέρα ο Γκοσιάνο δεν ξαναμίλησε ούτε για ταξίδια ούτε για το σκοτεινό δάσος αλλά έστηνε το σχέδιο του με απόλυτη μυστικότητα.
Το πρωί ασχολιόταν με ιππασία και ξιφασκία!! Είχε ένα κατάμαυρο άλογο που ήταν πανέξυπνο και το αγαπούσε πολύ. Το φώναζε Σουλτάνο Συνήθιζε να τρέχει μεγάλες αποστάσεις μέσα όμως στην επικράτεια του αρχοντικού, που ήταν μια τεράστια έκταση. Στο βόρειο μέρος όμως αυτής της μεγάλης έκτασης τόσο η περίφραξη όσο και η περιφρούρηση ήταν πολύ χαλαρές. Η περίφραξη αποτελείτο από ξύλινους ψηλούς πασσάλους δεμένους με σύρμα. Πέρα από την περίφραξη υπήρχε μια άγονη πετρώδης περιοχή στην οποία δεν είχε παρατηρηθεί ποτέ κάτι ανησυχητικό για αυτό και η περιφρούρηση εκεί ήταν αραιή!!!
Ο Γκοσιάνο πήγαινε πολύ συχνά εκεί και παρατηρούσε τα πάντα χωρίς όμως να δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνήθιζε δε να μιλάει χαμηλόφωνα στο αυτί του αλόγου του.!!! Έπειτα από λίγο καιρό όλοι πίστεψαν, ότι ο Γκοσιάνο είχε ξεχάσει το θέμα περί φυγής του και η επιτήρηση του από τον αρχηγό της φρουράς έγινε πιο ελαστική….
Ένα πρωινό μόλις επέστρεψε ο Γκοσιάνο από την ιππασία του, πήγε τον Σουλτάνο στο στάβλο, ψιθύρισε κάτι στο αυτί του και φεύγοντας άφησε την πόρτα του στάβλου μισάνοιχτη. Είχε πει στους σταβλίτες του αρχοντικού, ότι ήθελε να περιποιείται μόνος τους το άλογο του και δεν ήθελε κανένας να το αγγίζει!! Ο Σουλτάνος φεύγοντας ο Γκοσιάνο έβγαλε ένα χλιμίντρισμα. Είχε καταλάβει τι του είχε πει.!!
Αργά το βράδυ όταν όλοι στο αρχοντικό κοιμόντουσαν ο Γκοσιάνο έβγαλε ένα σάκο που είχε κρυμμένο σε ένα ντουλάπι και σαν σκιά γλίστρησε έξω από το δωμάτιο του.
Προχώρησε σε ένα μακρόστενο διάδρομο που στο τέρμα του βρισκόταν μια εσωτερική κολώνα και πάνω της ήταν ζωγραφισμένος ένας παπαγάλος!! Ο Γκοσιάνο πάτησε το μάτι του παπαγάλου και ένα άνοιγμα φάνηκε μπροστά του. Μπήκε γρήγορα μέσα και πατώντας ένα κρυφό μηχανισμό που υπήρχε εκεί, το άνοιγμα έκλεισε και όλα φαινόντουσαν όπως πριν.
Ο Γκοσιάνο προχώρησε αρκετή ώρα μέσα σε αυτό τον κλειστό χώρο που είχε μπει!!!
Ήταν μια έξοδος διαφυγής σε περίπτωση ανάγκης, που οδηγούσε πολύ μακριά από το αρχοντικό!! Ο πατέρας του μιλούσε κάποτε με τον αρχηγό της φρουράς του για αυτό το άνοιγμα και ο Γκοσιάνο που βρισκόταν εκεί κοντά είχε δει πως άνοιγε και πως έκλεινε. Μάλιστα μια ημέρα από περιέργεια το είχε περπατήσει όλο για να δει που βγάζει και φυσικά δεν είχε αναφέρει ποτέ τίποτα σε κανένα
Όταν από αρκετή ώρα βγήκε έξω βρισκόταν κοντά στην βραχώδη περιοχή της βόρειας άκρης. Έβγαλε ένα κοφτερό μαχαίρι μέσα από το σάκο του και έκοψε δύο σύρματα που ένωναν δύο πασσάλους. Μετά έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα που ακούστηκε μέσα στην ησυχία της νύχτας και έφθασε μέχρι τους στάβλους. Τότε το μαύρο άλογο ο Σουλτάνος βγήκε από το παχνί του. Έσπρωξε την πόρτα του στάβλου με την μουσούδα του και άρχισε να καλπάζει προς τη βόρεια περιοχή του αρχοντικού.
Σε λίγο πλησίασε στο σημείο που ο Γκοσιάνο είχε κόψει τα σύρματα και είχε βγάλει τους πασσάλους.. Ο Σουλτάνος πέρασε ανάμεσα και βγήκε έξω από τον περιφραγμένο χώρο.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μπράβο αγόρι μου (φώναξε στο άλογο του)!!! Καλά τα καταφέραμε και οι δύο μας.!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έβαλε μετά ο Γκοσιάνο τους δύο πασσάλους πάλι στην θέση τους και καβαλώντας το άλογο του κάλπασε για το κέντρο της πολιτείας. Ήθελε να μάθει πληροφορίες πως θα πήγαινε στο Χάνι που είχε το όνομα το Διπλό Τσεκούρι. Αυτό ήταν το πρώτο σημαδεμένο σημείο επάνω στον χάρτη που είχε και που οδηγούσε στο σκοτεινό δάσος.
Ήταν αργά το βράδυ όταν πλησίασε το πανδοχείο που είχε πάει τότε που συνάντησε τους 3 άνδρες. Κτύπησε δυνατά την πόρτα και όταν του άνοιξε ο μισοκοιμισμένος πανδοχέας του ζήτησε δωμάτιο για να περάσει την νύχτα. Ο πανδοχέας βλέποντας τον κουρασμένο και ταλαιπωρημένο τον κοίταξε καχύποπτα και τον ρώτησε αν είχε χρήματα. Ο Γκοσιάνο του έβαλε 2 χρυσά νομίσματα στο χέρι του. Αμέσως εκείνος χαμογέλασε και οδήγησε τον ξένο σε κάποιο δωμάτιο. Του άφησε φρούτα και ψωμί και του είπε, ότι το πρωί θα ετοίμαζαν φαγητό με την γυναίκα του. Έτσι ο Γκοσιάνο έπεσε να κοιμηθεί, γιατί η επομένη ημέρα θα ήταν πολύ κουραστική. Έπρεπε όμως να φύγει χαράματα πριν ο πατέρας του καταλάβει την εξαφάνιση του και στείλει τους στρατιώτες του στο κατόπι του.
Ξημερώματα της επομένης ημέρας ο Γκοσιάνο βγήκε από το δωμάτιο του, καβάλησε τον Σουλτάνο και τράβηξε για το κέντρο της αγοράς. Εκεί είδε ένα ολόκληρο καραβάνι εμπόρους που παζάρευαν για την αγορά μεταξωτών. Η αγορά ήταν ανοιχτή από πολύ πρωί, γιατί όσοι ερχόντουσαν για τα μεταξωτά βιαζόντουσαν να τα αγοράσουν πρωί και να στείλουν να φορτωθούν στα καράβια που έφευγαν από το μοναδικό λιμάνι που ήταν πολλές ώρες μακριά Ο Γκοσιάνο προσποιήθηκε, ότι έψαχνε για μεταξωτά και είχε τεντωμένα τα αυτιά του. Τότε άκουσε κάποιον έμπορο να φωνάζει σε έναν άλλο που πουλούσε μεταξωτά:
ΕΜΠΟΡΟΣ: Γρήγορα, γρήγορα!! Τα αγοράζω όλα!! Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Ο οδηγός που θα μας οδηγήσει στο λιμάνι είπε, ότι πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα για να είμαστε εκεί με την δύση του ήλιου.. Θα σταματήσουμε μόνο για λίγο στο γνωστό χάνι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε ο Γκοσιάνο στράφηκε στον έμπορο και του είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Είμαι απεσταλμένος του βασιλιά της Ζινμάρας και ήλθα εδώ να δω τα φημισμένα μεταξωτά και να αγοράσω κάποια από αυτά.. Πηγαίνω στο λιμάνι.. Μπορώ να έλθω μαζί σας μέχρις εκεί??.
ΕΜΠΟΡΟΣ: (καχύποπτα) Αν έχεις να πληρώσεις τον οδηγό κανείς δεν θα έχει αντίρρηση. Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά. Ο δρόμος μέχρι το λιμάνι έχει πολλές κακοτοπιές!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Φυσικά και θα πληρώσω τον οδηγό. Ποιος είναι για να μιλήσω μαζί του.???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο έμπορος του έδειξε ένα άνδρα με μακριά ξανθά μαλλιά και γένια που καθόταν σε ένα πάγκο έξω από ένα μαγαζί και πότιζε τα άλογα..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Πλησιάζοντας τον οδηγό) Έμαθα, ότι πηγαίνεις στο λιμάνι. Εγώ πηγαίνω στο Χάνι που λέγεται το Διπλό Τσεκούρι. Πόσα θέλεις για να έλθω μαζί σου??
ΟΔΗΓΟΣ: Μέχρι το Χάνι είναι 2 χρυσά αλλά μέχρι το λιμάνι 5. Το χάνι είναι στη μέση του πουθενά Απλά εκεί σταματάμε για να ξεκουραστούν τα άλογα. Τι θα κάνεις εκεί??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Του έδωσε τα 2 χρυσά λέγοντας του) Πηγαίνω μακριά…… (και δεν συνέχισε άλλο την κουβέντα)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έτσι ο Γκοσιάνο μαζί με τους εμπόρους και το καραβάνι άφησε την πολιτεία και ξεκίνησε μια περιπέτεια στο άγνωστο που θα άλλαζε κυριολεκτικά την ζωή του!!!
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εντωμεταξύ είχε ξημερώσει και στο αρχοντικό όλα έμοιαζαν ήσυχα. Κανείς δεν είχε πάρει είδηση ακόμα την εξαφάνιση του Γκοσιάνο.
Κάποια στιγμή αργά το πρωί μια υπηρέτρια χτύπησε την πόρτα του δωματίου του νεαρού για να τον ρωτήσει αν ήθελε κάτι. Όμως δεν πήρε απάντηση…
Δειλά άνοιξε την πόρτα και είδε, ότι το δωμάτιο ήταν άδειο….
Θορυβημένη βρήκε τον αρχηγό της φρουράς και του ανέφερε, ότι ο νεαρός άρχοντας έλειπε. Εκείνος δεν ανησύχησε και είπε, ότι ίσως είχε πάει για ιππασία, γιατί είχε δει, ότι έλειπε ο Σουλτάνος από τον στάβλο.
Ο άρχοντας ήταν πολύ απασχολημένος εκείνο το πρωινό και δεν είχε παρατηρήσει την απουσία του γιού του. Αργά το βράδυ όμως, όταν κάθισε στο τραπέζι με την γυναίκα του για το βραδινό ρώτησε:
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Δεν βλέπω τον Γκοσιάνο. Που είναι??
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ: Έκανε ιππασία όλη ημέρα και ίσως καθυστέρησε κάπου!!
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: (Μιλώντας στον υπηρέτη του) Να έλθει εδώ ο αρχηγός της φρουράς αμέσως.!!.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Όταν ήλθε ο φρουρός ο άρχοντας τον ρώτησε κοιτάζοντας τον αυστηρά
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: Που είναι ο Γκοσιάνο ??? Έχεις να μου αναφέρεις κάτι??
ΦΡΟΥΡΟΣ: (κατάχλωμος) Ψάξαμε παντού.!!!! Ο νεαρός άρχοντας εξαφανίστηκε. Χάθηκε μαζί και το άλογο του.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο άρχοντας, ρίχνοντας μια άγρια ματιά στον φρουρό, ζήτησε να γίνει έρευνα σε όλη την πολιτεία και να ρωτήσουν παντού αν κάποιος είχε δει τον Γκοσιάνο.
Κανείς όμως δεν μπορούσε να δώσει κάποια πληροφορία για το τι είχε συμβεί….
Η αρχόντισσα έβαλε τα κλάματα πιστεύοντας, ότι κάτι κακό συνέβηκε στο γιό της. Ίσως να είχε πέσει και κτυπήσει κάπου καθώς θα έτρεχε με το άλογο του.!!!!
Όμως ο καιρός περνούσε και δεν υπήρχε κάποιο ίχνος από τον Γκοσιάνο. Τότε ο άρχοντας άρχισε να υποψιάζεται, ότι ο γιός του είχε πραγματοποιήσει την απόφασή του να φύγει δηλαδή από το σπίτι και να γυρίσει τον κόσμο!!! Τα έβαλε τότε με όλους που δεν είχαν πάρει είδηση τι σκάρωνε όλο αυτόν τον καιρό πίσω από την πλάτη τους και έβγαλε ανακοίνωση σε όλη την πολιτεία, ότι θα έδινε 100 χρυσά σε όποιον έδινε αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την εξαφάνιση του γιού του!!!! Όμως ο Γκοσιάνο κυκλοφορούσε πάντα με καλυμμένο το πρόσωπο του και δεν μπορούσε κανείς να δώσει με σιγουριά κάποια πληροφορία για το που πήγε!!! Ο άρχοντας από την μια μεριά ένοιωθε στενοχωρημένος από την απουσία του γιού του, γιατί ο Γκοσιάνο ήταν το μοναχοπαίδι του, από την άλλη όμως μέσα του δεν μπορούσε να μη θαυμάσει την παλικαριά του να τα παρατήσει όλα και να τραβήξει προς άγνωστη κατεύθυνση για να αποκτήσει νέες εμπειρίες. Φαίνεται, ότι τελικά δεν ήξερε τόσο καλά τον γιό του.!!! Φευγαλέα θυμήθηκε τα δικά του νιάτα και το πάθος του για κάθε τι καινούργιο και κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση!!!
Έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε στον Θεό να τον προσέχει !!!!!
Ο Γκοσιάνο πριν φύγει με το καραβάνι για το λιμάνι έβγαλε προσεκτικά τον χάρτη από την τσέπη του για να δει ποιο ήταν το επόμενο σημείο μετά το Χάνι Όμως ο χάρτης δεν οδηγούσε στο λιμάνι αλλά έδειχνε ένα στενό δρόμο που έβγαζε κατευθείαν στον Εξωνάδιο Ποταμό. Όμως πως θα πήγαινε εκεί??
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του, ότι όλα αυτά ήταν μια τρέλα. Μήπως η ανάγκη του για περιπέτεια είχε θολώσει την λογική του?? Μόνος του πως θα αντιμετώπιζε τους πιθανούς κινδύνους που ίσως υπήρχαν εκεί.???
Ένοιωσε μια ανησυχία αλλά την έδιωξε από τον νου του!! Τα πλούτη που είχε αναφέρει ο έμπορος δεν τον ενδιέφεραν τόσο όσο η ανάγκη να μάθει την αλήθεια για εκείνο το παράξενο μέρος. Να ήταν τάχα αλήθεια, ότι ζούσε κάποια γυναίκα αιχμάλωτη και παραμορφωμένη σε αυτή την αλλόκοτη περιοχή???
Φευγαλέα σκέφθηκε τις κοπέλες που ερχόντουσαν στο αρχοντικό. Ένοιωθε, ότι όλες υποκρινόντουσαν για να εντυπωσιάσουν και καμία τους δεν ήταν αληθινή!!!
Η δική του επιθυμία ήταν να αγαπήσει μια γυναίκα πολύ, προτού σκεφθεί να δέσει την ζωή του με την δική της!!! Δεν τον ενδιέφερε αν ήταν απλή κοπέλα ή αρχοντοπούλα αρκεί τα μάτια της να ήταν ειλικρινή και γεμάτα αγάπη!!!
Φυσικά ο πατέρας του δεν θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο και θα ήθελε να τον παντρέψει με κάποια πλούσια αλλά τώρα που είχε φύγει από το αρχοντικό ίσως έβλεπε, ότι δεν μπορούσε πια να κανονίζει την ζωή του όπως εκείνος ήθελε!!!
Φθάνοντας στο Χάνι που είχε το όνομα το Διπλό Τσεκούρι ο οδηγός τον ρώτησε :
ΟΔΗΓΟΣ: Θα μείνεις τελικά εδώ ή θα συνεχίσεις μαζί μας μέχρι το λιμάνι??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Θέλω να πάω στο σκοτεινό δάσος!! Ξέρεις να μου συστήσεις κάποιον να με πάει εκεί???
ΟΔΗΓΟΣ: Είσαι σίγουρος?? Αυτό το μέρος είναι αλλόκοτο και λίγοι πλησιάζουν εκεί!!. Όμως, ναι, υπάρχει κάποιος που για 50 χρυσά θα σε πήγαινε μέχρι τον Εξωνάδιο Ποταμό. Λέγεται Μαρτζούκ και έχει πάει εκεί πολλές φορές….
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Που θα τον βρω??
ΟΔΗΓΟΣ: Είναι ο αδελφός του πανδοχέα . Θα του μιλήσω!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε λίγο ο Γκοσιάνο συνομιλούσε με τον Μαρτζούκ και κανόνισαν να πάνε στο σκοτεινό δάσος το επόμενο πρωί. Έτσι την άλλη ημέρα ξεκίνησαν για εκεί..
Όταν έφθασαν στον Εξωνάδιο Ποταμό ο Γκοσιάνο παρατήρησε, ότι το νερό είχε σκούρο κόκκινο χρώμα από την κόκκινη λάσπη που είχαν οι όχθες του.
Ο Γκοσιάνο γύρισε στον Μαρτζούκ και είπε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Θα μπω μέσα στο δάσος!! Σε 3 ημέρες να είσαι εδώ για να γυρίσουμε πίσω στο χάνι.
ΜΑΡΤΖΟΥΚ: Τα 50 χρυσά ήταν μόνο για να έλθουμε. Θέλω άλλα τόσα για να έλθω να σε πάρω και τα θέλω μπροστά. Ίσως μετά από 3 ημέρες τα πράγματα να μη είναι όπως τώρα. Γνωρίζεις, ότι κάποιοι έχουν μπει μέσα στο δάσος αλλά ελάχιστοι έχουν γυρίσει πίσω!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Ανοίγοντας το σακίδιο του έβγαλε κάτι πολύχρωμα μεταξωτά) Σου δίνω αυτά σαν προκαταβολή που είναι πολύ ακριβά… Τα χρήματα θα τα πάρεις μόνο όταν έλθεις να με πάρεις από εδώ!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μαρτζούκ κούνησε το κεφάλι του και παίρνοντας τα μεταξωτά έφυγε. Ο Γκοσιάνο άφησε τον Σουλτάνο κοντά στο ποτάμι και εκείνος ξεκίνησε με τα πόδια να μπει στο δάσος. Ένοιωθε ένα σφίξιμο μέσα του αλλά επιτέλους θα μάθαινε, γιατί η καρδιά του τον έσπρωξε σε μια τέτοια περιπέτεια. Μπορεί να πέθαινε, όμως θα είχε τολμήσει να κάνει κάτι που και μόνο η ιδέα του έμοιαζε καθαρή τρέλα
Περπατώντας μέσα στο δάσος παρατήρησε, ότι παρόλο που ήταν ημέρα, τα φυλλώματα των δένδρων ήταν πολύ πυκνά και το φως του ήλιου δεν τα περνούσε με αποτέλεσμα να μοιάζει σκοτεινό εκείνο το μέρος..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Μιλώντας στον εαυτό του) Φαντάσου την νύχτα πως θα είναι εδώ..
Ανατρίχιασε άθελά του, γιατί σκέφθηκε, ότι κάπου θα έπρεπε να μείνει περιμένοντας τον Μαρτζούκ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Καθώς περπατούσε μέσα στο δάσος άκουγε παράξενους θορύβους και με την άκρη του ματιού του ένοιωθε περίεργες σκιές να περνάνε από δίπλα του. Όλο αυτό σίγουρα σε έκανε να ανατριχιάζεις και να νοιώθεις απερίγραπτο φόβο!!
Συνέχισε όμως να προχωράει και να περιεργάζεται τον χώρο όσο μπορούσε στο μισοσκόταδο. Τότε είδε μπροστά του ένα μεγάλο δένδρο που από τα κλαδιά του κρεμόντουσαν πολύτιμοι λίθοι. Ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαράγδια. Ο Γκοσιάνο έμεινε και τα θαύμασε για λίγο. Προχώρησε παρακάτω και είδε ένα άλλο δένδρο που κρεμόντουσαν τεράστια διαμάντια που αστραποβολούσαν. Όμως ούτε και εδώ ένοιωσε την ανάγκη να σταθεί και να μαζέψει αυτά τα πολύτιμα αγαθά.
Τότε ξαφνικά μέσα στην σκοτεινιά διέκρινε ένα περίεργο τριχωτό πλάσμα που φορούσε ένα κράνος που άφηνε ακάλυπτα δύο λαμπερά μάτια. Η κορμοστασιά του έδειχνε γυναικεία αλλά δεν ήταν σίγουρος. Φορούσε σαν ρούχο ένα κομμάτι δέρμα γύρω από την μέση του και τα πόδια του ήταν λεπτά και τριχωτά.
Ο Γκοσιάνο έμεινε ακίνητος και κοιτούσε αυτό το παράξενο πλάσμα. Εκείνο τον είδε και με ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του κρατώντας ένα μαχαίρι στα χέρια του.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν πρόκειται να σε πειράξω!! Ήλθα για να δω αυτό το μέρος για το οποίο τόσα και τόσα είχα ακούσει!!!
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Βλέπω όμως, ότι δεν σε εντυπωσίασαν οι θησαυροί που υπάρχουν εδώ, γιατί δεν πήρες τίποτα.!! Έτσι γλίτωσες από τις σκιές που θα έπεφταν επάνω σου να σε κομματιάσουν την ίδια στιγμή που θα άπλωνες το χέρι σου στους θησαυρούς!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Δεν με ενδιέφεραν τα πλούτη!!! Είχα ακούσει για μια γυναίκα που ζει εδώ αιχμάλωτη κάποιου μάγου. Την ξέρεις?? Εσύ ποιος είσαι ?? Εγώ είμαι ο Γκοσιάνο.
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Γιατί σε ενδιαφέρει αυτή γυναίκα??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Γιατί την καταλαβαίνω!!! Ήμουν και εγώ αιχμάλωτος, όχι κάποιου μάγου, αλλά της αυταρχικότητας των γονιών μου…Το έσκασα από το σπίτι μου και μπήκα σε πολλούς κινδύνους, όπως αυτόν τώρα, και σκέφθηκα, ότι ίσως μπορούσα να την βοηθήσω να ελευθερωθεί και αυτή… Η σκέψη αυτή και μόνο με έφερε στο σκοτεινό δάσος και τίποτα άλλο!!!
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Ακολούθησε με !!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: ο Γκοσιάνο ακολούθησε το παράξενο πλάσμα και σε λίγο βρέθηκαν σε μια χορταρένια καλύβα. Το πλάσμα του έδειξε κάποια φρούτα και του είπε, ότι μπορούσε να φάει αν πείναγε…Τότε ο Γκοσιάνο ρώτησε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μένεις καιρό εδώ? Πως βρέθηκες σε αυτό το μέρος? Πως σε λένε?
ΤΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΠΛΑΣΜΑ: Έχω ξεχάσει πόσο καιρό μένω εδώ. Το μόνο που θυμάμαι είναι, ότι με παράτησαν σε αυτό το δάσος, πριν πολλά χρόνια!! Το όνομα του είναι Χουρισάζ.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Εσύ είσαι λοιπόν η Χουρισάζ η αιχμάλωτη του σκοτεινού δάσους?? Πως μπορώ να σε βοηθήσω? Θα ήθελες να φύγεις από εδώ?
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Από όσο θυμάμαι εδώ ήταν πάντα το σπίτι μου. Που αλλού να πάω.??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Γκοσιάνο ένοιωθε απέραντη συμπόνια για το δύστυχο πλάσμα που ήταν κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου.. Σκεφτόταν όμως, ότι αν πραγματικά έφευγε από εκεί η Χουρισάζ δύσκολα θα μπορούσε να μείνει με τους ανθρώπους γιατί θα τους προκαλούσε φόβο.
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Από ποιον απειλείται η ζωή σου και φοράς συνεχώς αυτό το κράνος??
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Οι σκιές δεν μπορούν να βλάψουν ούτε εμένα αλλά ούτε και κανένα άλλο που δεν αγγίζει τα πετράδια, γιατί αυτές τις εντολές έχουν από τον Ντέθομαρ τον άρχοντα του σκοτεινού δάσους. Το κράνος το φορώ γιατί με υποχρέωσε ο Ντέθομαρ. Ίσως είναι τόσο φρικτό το πρόσωπό μου που θα φόβιζε ακόμα και τις σκιές:!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Γκοσιάνο σκεφτόταν, ότι κάποιος παράτησε την Χουρισάζ βρέφος στο δάσος, γιατί ίσως είχε γεννηθεί παραμορφωμένη, και την ανέλαβε τελικά ο Ντέθομαρ ο άρχοντας του σκοτεινού δάσους Έτσι ο Γκοσιάνο έμεινε στην καλύβα με την Χουρισάζ. δύο ημέρες. Την επομένη θα έπρεπε να συναντήσει τον Μαρτζούκ. Τότε ρώτησε την Χουρισάζ:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Ξέρω, ότι ακούγεται δύσκολο για σένα αλλά άμα θέλεις μπορείς να έλθεις μαζί μου μακριά από αυτό το μέρος. .Δεν θα είναι εύκολα τα πράγματα, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι από τις σκιές αλλά ίσως να αξίζει η προσπάθεια. Τι λες???
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Προτού προλάβει να απαντήσει η Χουρισάζ μια βροντερή φωνή ακούστηκε στην ησυχία του δάσους και ένα πλάσμα εμφανίστηκε, που είχε σώμα γιγάντιου γορίλα και πρόσωπο λύκου Ήταν ο Ντέθομαρ.
ΝΤΕΘΟΜΑΡ: Πως τολμάς εσύ ένας ασήμαντος να ζητάς από αυτή την γυναίκα που μου ανήκει να φύγει μαζί σου?? Πόσο νομίζεις, ότι θα μπορούσε να ζήσει με αυτή την μορφή που έχει μακριά από την ασφάλεια του σκοτεινού δάσους??
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: (Κοιτώντας τον Ντέθομαρ στα μάτια θαρρετά είπε) Δεν νομίζεις, ότι ίσως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τη δική της θέληση?? Αν θέλει να μείνει εδώ έχει καλώς .Όμως αν η επιθυμία της είναι να γνωρίσει τις δυσκολίες του κόσμου, γιατί θα πρέπει εσύ να την εμποδίσεις??
ΝΤΕΘΟΜΑΡ: Για αυτό τον λόγο είπε ο Ντέθομαρ!! Με μια απότομη κίνηση τράβηξε το κράνος από το πρόσωπο της Χουρισάζ.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μπροστά στα μάτια του Γκοσιάνο αποκαλύφθηκε η αποκρουστική μορφή που έκρυβε η Χουρισάζ κάτω από το κράνος… Το πρόσωπο της ήταν όλο τριχωτό με εξαίρεση τα μάτια της και είχε μια τρύπα για στόμα χωρίς δόντια…. Η Χουρισάζ έβαλε ασυναίσθητα τα χέρια της που ήταν και αυτά τριχωτά στο πρόσωπο της. Τότε ο Γκοσιάνο είδε δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.
Χωρίς δισταγμό έτρεξε και την αγκάλιασε. Αυτή η γυναίκα με την παραμορφωμένη μορφή συγκινούσε τόσο πολύ την καρδιά του που θα έκανε τα πάντα για να την δει ευτυχισμένη. Τότε γύρισε και είπε αποφασιστικά!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Άκου Ντέθομαρ, αν η Χουρισάζ θέλει να έλθει μαζί μου εγώ θα την πάρω και θα την φροντίζω μέχρι να πεθάνω!!! Για να με σταματήσεις δεν έχεις παρά να με σκοτώσεις!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Χουρισάζ είχε μείνει ακίνητη. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ότι κάποιος την ήθελε έτσι όπως ήταν…Έστρεψε το βλέμμα της στον Γκοσιάνο και όταν οι ματιές του συναντήθηκαν κατάλαβε, ότι ήταν ειλικρινής.. Τότε ο Ντέθομαρ νοιώθοντας νικημένος όρμησε στον Γκοσιάνο να τον πνίξει. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει ένα βήμα, όταν ένοιωσε την Γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του και μια φωνή ακούστηκε στον χώρο…
ΦΩΝΗ: Αρκετά Ντέθομαρ!!! Νικήθηκες!! Επιστρέφεις για πάντα στο σκοτάδι όπου ανήκεις και ελευθερώνεται η Χουρισάζ!!! Είχε μιλήσει η Λαβόντια το Πνεύμα της Δύναμης της Αγάπης!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Εκείνη την στιγμή μια τεράστια δίνη ρούφηξε τον Ντέθομαρ στα έγκατα της Γης και μαζί του τράβηξε όλες τις σκιές.. Όταν σταμάτησε η σεισμική δόνηση, η Χουρισάζ άρχισε να τρέμει και αίμα άρχισε να τρέχει από τα ρουθούνια της. Σε λίγο είχε φύγει όλο το αίμα από το σώμα της και αμέσως λιποθύμησε. Ο Γκοσιάνο έκοψε κάποια φύλλα από τα δένδρα για να της σκουπίσει το πρόσωπο και όπως την σκούπιζε τρίχες και δέρμα άρχισαν να ξεκολλάνε από πάνω της και να πέφτουν. Τότε άκουσε ο Γκοσιάνο την Λαβόντια να του λέει να πλύνει την Χουρισάζ στον Εξωνάδιο ποταμό. Ο Γκοσιάνο την πήρε αγκαλιά και την μετέφερε μέχρι τον ποταμό. Εκεί της έπλυνε όλο της το σώμα και τότε είδε, ότι ένα νέο δέρμα έβγαινε κάτω από το παλιό.
Το νερό του ποταμού δεν ήταν πια κόκκινο αλλά είχε γίνει καθαρό και κρυστάλλινο.
Αφού καθάρισε το σώμα της έτριψε με νερό και το πρόσωπό της. Τότε άκουσε ένα «κρακ» σαν να έσπαγε κάτι. Μπροστά στα μάτια του έσπασε σαν από πηλό το πρόσωπο που είχε η Χουρισάζ και από μέσα εμφανίστηκε το αληθινό της.!!
Είχε κατάλευκο δέρμα , μακριά μαύρα μαλλιά και πολύ όμορφα χείλη.
Ο Γκοσιάνο δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε!!!
Από τότε που είχε ακούσει για την Χουρισάζ πάντα ένοιωθε μια παράξενη έλξη για αυτή την γυναίκα και αυτό δεν σταμάτησε ακόμα και όταν είδε το παραμορφωμένο πρόσωπό της. Ένοιωθε, ότι την γνώριζε χρόνια.
Εκείνη την στιγμή άνοιξε τα μάτια της η Χουρισάζ και κοίταξε με απορία γύρω της.
Έπιανε το πρόσωπό της, κοιτούσε τα χέρια της και το σώμα της έτσι όπως ήταν πλυμένο στα νερά του ποταμού. Τα μάτια της συναντήθηκαν με τα μάτια του Γκοσιάνο που την κοιτούσε με μεγάλη αγάπη..
ΓΚΟΣΙΑΝΟ : Είσαι ελεύθερη πια Χουρισάζ της είπε.!! Ο δεσμοφύλακας σου γύρισε στα σκοτάδια του. Η δύναμη της αγάπης διέλυσε το σκοτάδι και γέμισε τα πάντα γύρω μας από Φως.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Τότε με ένα νόημα της Λαβόντιας δύο στοιχειά του δάσους έφεραν και άφησαν κάποια μεταξωτή φορεσιά για την Χουρισάζ καθώς και διάφορα στολίδια
Η Χουρισάζ ντύθηκε και στολίστηκε και τίποτα δεν θύμιζε επάνω της το αλλόκοτο πλάσμα που είχε συναντήσει πριν λίγες ημέρες ο Γκοσιάνο.
Όμως δεν επανήλθε μόνο η φυσική ομορφιά της επανήλθε και η μνήμη της.
Θυμήθηκε ποια ήταν και πως βρέθηκε στο σκοτεινό δάσος.!!
Σε λίγο διηγιόταν στον Γκοσιάνο την ιστορία της.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Είμαι η κόρη του ηγεμόνα της Βεγγάρας που βρίσκεται ανατολικά του σκοτεινού δάσους. Όταν ήμουν 7 χρονών η μητέρα μου πέθανε και ο πατέρας μου παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Νουμιχάρ. Ήταν πολύ φιλόδοξη και ήθελε να είναι η μοναδική βασίλισσα της Βεγγάρας. Κάποια φορά έβαλε κρυφά υπνωτικό στο φαγητό μου και με έστειλε με κάποιον έμπιστο της στο δάσος. Εκείνος με παράτησε εκεί !!!
Όταν ξύπνησα είδα αλλόκοτες μορφές γύρω μου και όταν είδα τον Ντέθομαρ νόμισα ότι είχε έλθει ο Διάβολος να με πάρει!!! Ο Ντέθομαρ άρχισε να με καλοπιάνει και να μου τάζει πλούτη αν έμενα μαζί του. Εγώ αρνιόμουνα να μείνω και του είπα, ότι μπορούσε να με σκοτώσει αν ήθελε αλλά εγώ όσο ζούσα θα έβρισκα τρόπο να το σκάσω και να γυρίσω σπίτι μου. Τότε ο Ντέθομαρ με καταράστηκε και μου είπε, ότι από εδώ και στο εξής το σκοτεινό δάσος θα ήταν το σπίτι μου και δεν θα έφευγα ποτέ από εκεί. Εκείνη την στιγμή άρχισε και η μεταμόρφωσή μου στο πλάσμα που είδες.!! Την καρδιά μου όμως δεν μπόρεσε να την μεταμορφώσει. Ποτέ δεν σκότωσα κάποιον από αυτούς που ερχόντουσαν στο δάσος. Τους έδειχνα δρόμους να ξεφύγουν, τους έλεγα για τους θησαυρούς που ήταν δόλωμα, αλλά οι περισσότεροι όταν με έβλεπαν τρεπόντουσαν σε φυγή γεμάτοι τρόμο!!! Τα βράδια προσευχόμουνα να ερχόταν κάποιος να με γλιτώσει από αυτό το φρικτό μαρτύριο.!!!
Εκείνη την ημέρα που συναντηθήκαμε είχα δει στον ύπνο μου, ότι κάποιος θα με ελευθέρωνε από την αιχμαλωσία μου. Έχουν περάσει 10 χρόνια από τότε που ήλθα παιδί σε αυτό το μέρος. Έχω νοιώσει όλα αυτά τα χρόνια μοναξιά, φόβο, θλίψη και απέραντη δυστυχία. Το Πνεύμα της Δύναμης της Αγάπης, η Λαβόντια που υπήρχε πάντα σε αυτό το δάσος με συμβούλευε να μη χάνω την πίστη μου και να θυμάμαι, ότι όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Κάποτε η Δύναμη του Σκοταδιού προκάλεσε την Δύναμη της Αγάπης για την επικράτηση στο δάσος. Εκείνη δέχθηκε την πρόκληση!!!
Την στιγμή που δέχθηκες να με πάρεις μαζί σου, έτσι όπως ήμουνα παραμορφωμένη, να με αγαπάς και να με φροντίζεις ο Ντέθομαρ νικήθηκε οριστικά!!
Αυτό το δάσος επέστρεψε στο Φως και στην Αγάπη και ο Εξωνάδιος Ποταμός έγινε πακτωλός αφθονίας.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έβαλε τότε η Χουρισάζ τα χέρια της στο ποτάμι και έβγαλε χούφτες χρυσάφι!! Είπε στο Γκοσιάνο να πάνε στην καλύβα και να πάρουν δέρματα που είχε εκεί και να τα γεμίσουν χρυσό γιατί θα τα χρειαζόντουσαν. Ο Γκοσιάνο της πρότεινε μετά να φύγουν και να επιστρέψουν στην πατρίδα του. Ο Μαρτζούκ θα ερχόταν όπως είχαν συμφωνήσει για να πληρωθεί.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Δεν θέλω να σε αφήσω, όμως έχω κάτι να τελειώσω προηγουμένως…
Θέλω να επιστρέψω στην Βεγγάρα να δω αν ζει ο πατέρας μου και να αποκαταστήσω την δικαιοσύνη..!!!
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Και εγώ δεν θέλω να σε αφήσω της είπε!! Μαζί θα κλείσουμε τους όποιους λογαριασμούς έχεις ανοικτούς εκεί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε λίγο φάνηκε από μακριά το άλογο του Μαρτζούκ. Όταν πλησίασε,. ο Γκοσιάνο του έδωσε χρυσάφι και του είπε, ότι δεν θα επέστρεφε στο Χάνι αλλά ήθελε να πάει στην Βεγγάρα που ήταν ανατολικά από το δάσος. Εκείνος προσφέρθηκε να τον οδηγήσει εκεί. Τότε είδε την Χουρισάζ.!!
ΜΑΡΤΖΟΥΚ: Ποιά είναι η γυναίκα?? Μια αρχοντοπούλα που χάθηκε στο δάσος και θέλει να επιστρέψει σπίτι της!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Μαρτζούκ δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Ο Γκοσιάνο μαζί με την Χουρισάζ καβάλησαν τον Σουλτάνο και ξεκίνησαν για την πόλη της Βεγγάρας
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά από ένα ταξίδι που κράτησε πολλές ημέρες έφθασαν στην Βεγγάρα. Ο Γκοσιάνο με την Χουρισάζ βρήκαν ένα πανδοχείο για να ξεκουραστούν και να καταστρώσουν ένα σχέδιο. Η Χουρισάζ ήθελε να δει τον πατέρα της αλλά μετά από τόσα χρόνια δεν ήξερε πως θα την αντιμετώπιζε και αν την πίστευε Η Νουμιχάρ είχε πάντα μεγάλη επιρροή επάνω του.
Βγήκαν ύστερα από λίγο από το πανδοχείο και κατέβηκαν στην κεντρική αγορά για να μάθουν κάποιες πληροφορίες. Η Χουρισάζ είχε καλύψει το πρόσωπό της με μια μαντήλα, όχι γιατί φοβόταν ότι κάποιος ίσως την αναγνώριζε, αλλά ήθελε να περνά απαρατήρητη και να ρωτά τάχα αδιάφορα για πληροφορίες. Έλεγε, ότι είχε έλθει με τον άνδρα της που ήταν έμπορος για την αγορά διαφόρων ειδών. Τότε κοντά σε ένα πάγκο είδε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας που ψώνισε κάτι και έφυγε βιαστικά. Φευγαλέα ήλθε στην μνήμη της η μορφή της γκουβερνάντας της Ζαφιζάριας που εκείνη τη φώναζε χαϊδευτικά Νάνα- Ζαρία. Η Χουρισάζ πήρε από πίσω την γυναίκα για να βρει τρόπο να της μιλήσει όταν εκείνη γύρισε ξαφνικά και την ρώτησε
ΖΑΡΙΑ: Με ακολουθείς ώρα!! Τι ζητάς από μένα??
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Νάνα –Ζαρία εσύ??
ΖΑΡΙΑ: Πως με είπες?? Έτσι με φώναζε κάποια που δεν ζει πια!!!
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Νάνα –Ζαρία είμαι η Χουρισάζ και κατέβασε την μαντήλα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και της έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει. Μετά της έδειξε ένα σπίτι και της είπε να πάει εκεί. Ο Γκοσιάνο παρακολουθούσε την σκηνή από μακριά, όταν η Χουρισάζ του έκανε νόημα, ότι θα έμπαινε στο σπίτι.
Μπήκε μέσα και είδε, ότι εκεί βρισκόντουσαν συγκεντρωμένα πολλά πρόσωπα άνδρες και γυναίκες. Τότε η Νάνα-Ζαρία μίλησε και είπε στην Χουρισάζ, ότι όλοι εκεί μέσα ήταν πιστοί στον ηγεμόνα τους που αργοπέθαινε σχεδόν παράλυτος από κάτι περίεργα φάρμακα που του έδινε η σύζυγος του Νουμιχάρ. Είχε εξαγοράσει στρατιώτες για να υπακούν μόνο σε εκείνη και τον παλιό και έμπιστο στρατηγό και σύμβουλο του βασιλιά τους τον είχε διώξει. Ο λαός υπόφερε, γιατί η Νουμιχάρ έβαζε συνεχώς φόρους για να εισπράττει περισσότερα χρήματα και να ικανοποιεί τις φιλοδοξίες της. Η μόνη κληρονόμος του ηγεμόνα τους είχε χαθεί, όταν ήταν 7 χρονών.. Τότε η Χουρισάζ διηγήθηκε σε όλους την ιστορία της και πως την απελευθέρωσε ο αγαπημένος της Γκοσιάνο από τον σκοτεινό άρχοντα του δάσους. Επίσης τους είπε, ότι επιθυμούσε να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και η τάξη στην χώρα τους.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Κάτοικοι της Βεγγάρας, συνέχισε η Χουρισάζ, δεν ήλθα εδώ για να πάρω εκδίκηση για ότι μου συνέβηκε. Ήλθα από επιθυμία να ξαναδώ τον πατέρα μου. Τώρα άκουσα και για τα δικά σας δεινά και επιθυμώ να λάβει η Νουμιχάρ αυτό που της αξίζει!! Έχω ένα σχέδιο που θα μας βοηθήσει να απελευθερώσουμε την πόλη….
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Χουρισάζ θα έμπαινε σαν υπηρέτρια στο παλάτι. Θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη της Νουμιχάρ και θα μάθαινε τι έδινε στον πατέρα της και είχε χάσει την υγεία του. Ταυτόχρονα ο παλιός σύμβουλος του και αρχηγός του στρατού του θα συγκέντρωνε στρατιώτες από δυσαρεστημένους πολίτες και θα επιτίθεντο στο παλάτι την κατάλληλη στιγμή. Έπρεπε να γίνουν όλα με απόλυτη μυστικότητα.
Έτσι κάποιοι που δούλευαν στο παλάτι κανόνισαν να μπει μέσα η Χουρισάζ σαν υπηρέτρια!! Εκείνη βρήκε τρόπο να πλησιάσει την Νουμιχάρ και με διάφορες κολακείες την κατάφερε να της εμπιστευτεί το γιατρικό που έδινε κάθε βράδυ στον πατέρα της. Όταν μπήκε στο δωμάτιο του η Χουρισάζ και τον είδε ύστερα από τόσα χρόνια με τα βίας συγκράτησε τα δάκρια της. Ήταν αδύναμος και είχε τα μάτια του κλειστά… Η Χουρισάζ έχυσε το φάρμακο σε ένα φιαλίδιο που είχε στην τσέπη της και το αντικατέστησε με κάποιο άλλο που θα βοηθούσε τις ζωτικές λειτουργίες του άρρωστου να επανέλθουν. Ύστερα από μια εβδομάδα ο ασθενής άνοιξε τα μάτια του για πρώτη φορά. Η Χουρισάζ του έκανε νόημα να μη μιλήσει και αν έμπαινε μέσα στο δωμάτιο η Νουμιχάρ να έκανε, ότι κοιμόταν…!!
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετούς μήνες, και η Χουρισάζ έλεγε στην Νουμιχάρ, ότι ο ασθενής χειροτέρευε ημέρα με την ημέρα.
Όταν ο πατέρας της άρχισε να σηκώνεται και να περπατάει σιγά σιγά με την βοήθεια της, την ρώτησε ποια ήταν και γιατί κρυβόντουσαν από την Νουμιχάρ..
Τότε η Χουρισάζ του τα διηγήθηκε όλα. Την δική της αρπαγή, τη δική του αρρώστια από το φάρμακο που του έδινε για να τον εξολοθρεύσει, την αλλαγή του φαρμάκου με άλλου, την αγανάκτηση του λαού από τους φόρους, την απομάκρυνση του αγαπημένου του συμβούλου από τον στρατό.
Ο πατέρας της άκουγε όλα αυτά και κατάλαβε, ότι είχε πέσει θύμα της απληστίας της συζύγου του Επιθυμούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη για όλα όσα είχε προξενήσει τόσο αυτός από την αφέλεια του όσο και η αχαλίνωτη φιλοδοξία της γυναίκας του.
Έτσι όταν εκείνος είχε τελείως αναρρώσει και είχε μαζευτεί αρκετός στρατός, άνοιξε η Χουρισάζ μια κρυφή πόρτα στο παλάτι και εισέβαλλαν μέσα οι στρατιώτες, Συνέλαβαν την Νουμιχάρ, την έδεσαν και την έφεραν στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί η Νουμιχάρ έμεινε με το στόμα ανοικτό, όταν είδε τον άνδρα της να είναι τελείως καλά, όρθιος και να συζητάει με τους συμβούλους τους. Δίπλα του βρισκόταν μια νέα γυναίκα που κάτι της θύμιζε.
Η Νουμιχάρ ρώτησε έκπληκτη τι συνέβαινε και γιατί την έφεραν εκεί δεμένη….
ΑΡΧΟΝΤΑΣ της ΒΕΓΓΑΡΑΣ: Έχε υπομονή και σε λίγο όλα θα ξεκαθαρίσουν. Έχω καλέσει στρατό, δικαστές και τον λαό για αυτή την υπόθεση..
ΝΟΥΜΙΧΑΡ: Ποιά είναι αυτή η γυναίκα δίπλα σου??
ΑΡΧΟΝΤΑΣ της ΒΕΓΓΑΡΑΣ : Α! Δεν την γνώρισες?? Είναι η κόρη μου η Χουρισάζ!!! Ξέρεις αυτή που έστειλες στο σκοτεινό δάσος για να πεθάνει……
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να ασφυκτιά και όταν σε λίγο η αίθουσα γέμισε από κόσμο κατάλαβε, ότι άρχιζε η δίκη της.
Εκεί μπροστά σε όλους η Χουρισάζ επανέλαβε την ιστορία της και πως γλίτωσε χάρη στην αγάπη του Γκοσιάνο. Συνέχισε με το δηλητήριο που της είχε δώσει η Νουμιχάρ για να το δίνει στο πατέρα της και που εκείνη το αντικατέστησε με αυτό που της έδωσε ο προσωπικός του γιατρός και φίλος του
ΝΟΥΜΙΧΑΡ: Λες ψέμματα!!! Δεν του έδωσα ποτέ δηλητήριο και δεν σε έστειλα εγώ στο σκοτεινό δάσος.
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Βγάζοντας από την τσέπη της κάποια φιαλίδια της τα έδειξε. Αν δεν είναι δηλητήριο πιες τα εδώ μπροστά σε όλους!!! Τα έχω φυλάξει με το φάρμακο που μου έδινες!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να κλαίει και να ισχυρίζεται, ότι είναι αθώα και ότι όλα ήταν μια πλεκτάνη για να την βγάλουν από την μέση. Εκείνη αγαπούσε τον άνδρα της και ήθελε το καλό του. Το φάρμακο, της το είχε συστήσει κάποιος γιατρός για να γίνει γρήγορα καλά !! Δεν είχε ιδέα αν ήταν κάτι άλλο!!!
Υποστήριζε ακόμα, ότι εκείνη δεν έστειλε ποτέ την Χουρισάζ στο δάσος αλλά έφταιγε η γκουβερνάντα της που από αμέλεια άφησε να της κλέψουν το παιδί!! Εκείνη ήταν υπεύθυνη για όλα!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Τότε μια γυναίκα βγήκε από το πλήθος που είχε μαζευτεί και είπε:
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η γκουβερνάντα της πριγκίπισσας δεν έδειξε αμέλεια.!!! Είχε μπει υπνωτικό στο φαγητό τους και όταν αποκοιμήθηκαν, ο άνθρωπος που είχε πληρώσει η Νουμιχάρ, άρπαξε το παιδί για να το σκοτώσει. Δούλευα τότε σαν υπηρέτρια στο παλάτι και τους άκουσα που το σχεδίαζαν!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μετά ένας άνδρας πλησίασε την Νουμιχάρ και την ρώτησε
ΑΝΔΡΑΣ: Μπορείτε να μας πείτε ποιος γιατρός σας σύστησε το φάρμακο που δίνατε στον βασιλιά?? Πόσο συχνά τον παρακολουθούσε??? Μπορείτε να μας εξηγήσετε, γιατί αντί να βελτιώνεται η κατάσταση του χειροτέρευε?? Το φάρμακο που έπινε τους τελευταίους μήνες του το έφτιαξα εγώ σαν αντίδοτο σε αυτό που έπινε τον προηγούμενο καιρό…ήμουν για χρόνια ο προσωπικός του ιατρός μέχρι που με διώξατε λέγοντας, ότι δεν ήμουν κατάλληλος για τον άνδρα σας!! Πως εξηγείτε, ότι είναι καλά τώρα??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Η Νουμιχάρ άρχισε να στριμώχνεται και έβλεπε, ότι κανείς δεν ήταν τώρα με το μέρος της ακόμα και από αυτούς που είχε εξαγοράσει.
Τότε πήρε τον λόγο ο ίδιος ο βασιλιάς και είπε, ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περισσότερο Ζήτησε από τους δικαστές να ορίσουν την τιμωρία της συζύγου του
Η απόφαση ομόφωνα ήταν θάνατος στην κρεμάλα!!!
Αμέσως τότε μίλησε η Χουρισάζ:
ΧΟΥΡΙΣΑΖ: Κάτοικοι της Βεγγάρας γνωρίζω, ότι έχετε αδικηθεί από την βασίλισσα όσο και εγώ. Πιστεύω στην δικαιοσύνη για αυτό προτείνω να μη την θανατώσουμε εμείς αλλά να αποφασίσει η θεία πρόνοια για την τύχη της!!
Προτείνω λοιπόν να την αφήσουμε σε μια βάρκα στη μέση της θάλασσας με λίγο νερό και ψωμί και αν καταφέρει να σωθεί έτσι ας γίνει!!!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Βασιλιάς συμφώνησε με την κόρη του και η Νουμιχάρ οδηγήθηκε συνοδευόμενη από στρατιώτες σε ένα πλοίο. Όταν έφθασαν καταμεσής της θάλασσας την κατέβασαν σε μια βάρκα και την άφησαν εκεί με λίγο νερό και ψωμί. Κανένας ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε.!!
Έτσι λοιπόν έγιναν τα πράγματα στην Βεγγάρα!!!
Έπειτα από λίγο καιρό ο Γκοσιάνο ζήτησε από τον πατέρα της Χουρισάζ να παντρευτεί την κόρη του και να φύγουν για την δική του χώρα την Νουχάρα, γιατί και εκείνος ήθελε να δει τους δικούς του. Όμως ο πατέρας της τους ανακοίνωσε, ότι μετά τον γάμο τους θα άφηνε την διοίκηση της χώρας σε αυτόν και στην κόρη του και εκείνος θα αποσυρόταν, γιατί η υγεία του ήταν πολύ εύθραυστη!! Θα μπορούσε να καλέσει τους γονείς του να έλθουν να μείνουν για πάντα στην Βεγγάρα αν ήθελαν..
Έτσι ο Γκοσιάνο έγραψε ένα γράμμα στους γονείς του που τους έλεγε:
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Αγαπημένοι μου γονείς,
Πέρασε πάρα πολύ καιρός από τότε που έκανε την επανάστασή μου και έφυγα από το σπίτι για να γνωρίσω διαφορετικά μέρη και ανθρώπους.
Η περιπλάνηση μου κράτησε πολύ αλλά με έφερε κοντά στην γυναίκα που αγαπώ πολύ και που είναι η πριγκίπισσα της Βεγγάρας.
Σε τρείς εβδομάδες θα γίνουν οι γάμοι μας εδώ!!. Ο πατέρας της μας ανακοίνωσε, ότι μετά τον γάμο μας θα αναλάβω εγώ και η γυναίκα μου Χουρισάζ την διοίκηση της πόλης και εκείνος θα αποσυρθεί για να ξεκουραστεί!!
Σας προσκαλώ στους γάμους μου και σας παρακαλώ αν και εσείς το θέλετε να μείνετε για πάντα εδώ κοντά μας!!
Με όλη μου την αγάπη
Γκοσιάνο
Σφράγισε το γράμμα με το δακτυλίδι που φορούσε και είχε σκαλισμένο το οικόσημο της οικογένειας του και το έδωσε σε δύο στρατιώτες του να το πάνε στον άρχοντα της Νουχάρας. Η Νουχάρα ήταν πολύ μικρότερη πολιτεία από την Βεγγάρα τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό αλλά βρισκόταν και πάρα πολύ μακριά.
Τους παρακάλεσε να κάνουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν!!!
Έτσι εκείνοι ταξίδεψαν αρκετές ημέρες όταν κάποτε έφθασαν μπροστά στο αρχοντικό του άρχοντα της Νουχάρας.
Ζήτησαν από τους φρουρούς του να τον συναντήσουν, γιατί είχαν ένα πολύ επείγον μήνυμα να του δώσουν. Οδηγήθηκαν λοιπόν μπροστά του και του έδωσαν το γράμμα του Γκοσιάνο.
Ο άρχοντας δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που διάβαζε! Αν δεν ήταν το βουλοκέρι στο γράμμα θα νόμιζε, ότι κάποιος του έκανε ένα κακόγουστο αστείο!!
Μετά από τόσο καιρό απουσίας του είχε πιστέψει, ότι ο μοναχογιός του είχε πάθει κάτι σοβαρό. Δεν έλεγε τίποτα στην γυναίκα του, η οποία υπόφερε από την εξαφάνιση του μονάκριβου παιδιού της, για να μη χειροτερέψει τα πράγματα!!!
Τώρα μάθαινε, ότι ο γιός του όχι μόνο ήταν καλά αλλά ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πριγκίπισσα της Βεγγάρας και να γίνει βασιλιάς.
Ήθελε χρόνο για να τα πιστέψει όλα αυτά!!
Είπε, στους δύο απεσταλμένους του γιού του να μείνουν στο αρχοντικό να ξεκουραστούν μέχρι να προετοιμάσει την γυναίκα του για αυτά τα ανεπάντεχα νέα
Όταν η μητέρα του Γκοσιάνο έμαθε τα μαντάτα στην αρχή λιποθύμησε μετά ξέσπασε σε δάκρια χαράς και αγκαλιάζοντας τον άνδρα της του ζήτησε να φύγουν το συντομότερο για την Βεγγάρα.
Εκείνος τότε κάλεσε τον αδελφό του και αφού του είπε, ότι ο γιός του ήταν ζωντανός και έμενε στην Βεγγάρα του ανακοίνωσε, ότι εκείνος θα έφευγε για εκεί και του άφηνε την διοίκηση της πόλης τους
Έτσι σε λίγες ημέρες ξεκίνησαν με τους δύο απεσταλμένους για να πάνε στην Βεγγάρα. Μετά από ένα πολύ μακρινό ταξίδι έφθασαν στα ανάκτορα αυτής της πολιτείας
Ο Γκοσιάνο μόλις είδε τους γονείς του έπεσε στην αγκαλιά τους και γυρνώντας στον πατέρα του τον ρώτησε:
ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Πατέρα, με συγχώρεσες λοιπόν που έφυγα κρυφά από το σπίτι και παράκουσα τις εντολές σου??
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο πατέρας του τον κοίταξε στα μάτια και μετά κοίταξε την Χουρισάζ που ήταν κοντά και είπε:
ΠΑΤΕΡΑΣ του ΓΚΟΣΙΑΝΟ: Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να σε συγχωρέσω .Να μου κάνετε πολλά πολλά εγγόνια!!!
Σε λίγες ημέρες έγινε ο γάμος του Γκοσιάνο με την Χουρισάζ και το γαμήλιο γλέντι κράτησε πολλές ημέρες!!
Η ιστορία τους έγινε παραμύθι, θρύλος, τραγούδι που λεγόταν από στόμα σε στόμα για πολλά χρόνια. Ένας αληθινός ύμνος που αποθέωνε την Δύναμη της Αγάπης και που έκανε όσους τον άκουγαν να ελπίζουν και να ονειρεύονται !!!
ΤΕΛΟΣ
Η Ευγνωμοσύνη δονεί κάθε κύτταρο μου !!!
- CHRYSSOULA
- Δημοσιεύσεις: 922
- Εγγραφή: 04 Σεπ 2008 9:43 pm
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Φίλοι μου μέχρι να γραφούν τα νέα κεφάλαια της ΗΛΙΟΦΕΝΕΙΑΣ δημοσιεύω μια ιστορία/παραμύθι από παλαιότερη συλλογή!!!!
Αυτή είναι σε διαφορετικό τρόπο γραφής. Έχει διαλόγους και αφήγηση, όπως σε μια θεατρική παράσταση, με 3 σκηνές!!!!
Ελπίζω να την απολαύσετε!!!!
Χρόνια Πολλά σε όλους!!!!!

Αυτή είναι σε διαφορετικό τρόπο γραφής. Έχει διαλόγους και αφήγηση, όπως σε μια θεατρική παράσταση, με 3 σκηνές!!!!
Ελπίζω να την απολαύσετε!!!!
Χρόνια Πολλά σε όλους!!!!!







Η Ευγνωμοσύνη δονεί κάθε κύτταρο μου !!!
- Δεκατριούλης
- Δημοσιεύσεις: 4783
- Εγγραφή: 29 Ιαν 2011 1:10 pm
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Πολύ ομορφη!!!!!!!!
Ευχαριστώ Χρυσούλα, την εβαλες σε πολύ καταλληλη στιγμη.

Ευχαριστώ Χρυσούλα, την εβαλες σε πολύ καταλληλη στιγμη.






Ας αφησουμε την κριτική για τους ανθρώπους γύρω μας και ας ακολουθησουμε τον δρόμο που δείχνει η καρδιά μας.
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Χρυσούλα μου υπέροχο




Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Υπέροχο




Αν ο Θεός είναι η πρωταρχική Αιτία η Αγάπη θα είναι το αποτέλεσμα
Πατέρα μου/Μητέρα μου, είναι παιδί της Αλήθειας και μόνο αυτή είναι ο δρόμος ο δικός μου προς εσένα
Πολέμα και Οραματίσου
Πατέρα μου/Μητέρα μου, είναι παιδί της Αλήθειας και μόνο αυτή είναι ο δρόμος ο δικός μου προς εσένα
Πολέμα και Οραματίσου
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Πολύ Ομορφο Χρυσούλα μου




Η μόνη βεβαιότητα που μπορείς να έχεις στην ζωή σου είναι μόνο μέσα στην Πίστη, πως ό,τι έρθει, πάντα το Πνεύμα θα δρα εντός σου... Η καρδιά φωτίζει τον σκοτεινό δρόμο της ζωής... Β.Ν. 

Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Χρυσούλα, είναι πανέμορφο.




Εάν δεν πήγαινε ο ίδιος εκεί πως θα ήξερε τι ήταν αλήθεια??? Έπρεπε να το ρισκάρει!!!



Πολέμα και Οραματίσου
Ανοίγω την Καρδιά μου στον Θεό.

Ανοίγω την Καρδιά μου στον Θεό.

Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Πολύ όμορφο Χρυσούλα, ευχαριστούμε






""Να είμαστε πάντα εκεί που Θέλει η Ψυχή μας...Αυτό είναι Ελευθερία" Β.Ν.
Πολέμα και οραματίσου!
Πολέμα και οραματίσου!

Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
ευχαριστούμε Χρυσουλίτσα







Ας ξεκινήσουμε να αγαπάμε, κι ας μην ξέρουμε ακόμα καλά τον τρόπο... 

Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Πολύ όμορφο Χρυσούλα!!!
Σ'ευχαριστούμε!!!




Σ'ευχαριστούμε!!!


"Αν θες να γνωρίσεις το Συμπαν, γνωρισε τον Εαυτο Σου"
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
αχ 

H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Χρυσουλίτσα μας γλυκιά!







Όταν δεν υφίστανται κενά που χρειάζεται να συμπληρωθούν, τότε το να υπάρχεις απλώς σ' αυτόν τον κόσμο μέσα στο σώμα σου, είναι η υψηλότερη κατάκτηση!
________________
Πολέμα και Οραματίσου!
________________
Πολέμα και Οραματίσου!
Re: Η ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
Ευχαριστούμε Χρισουλίτσα ,ήταν υπέροχο όπως και όλα τα άλλα







Το ΦΩΣ η ΑΓΑΠΗ και η ΔΥΝΑΜΗ αποκαθησούν το σχέδιο πάνω στη γή
Πολέμα και Οραματίσου !!!
Πολέμα και Οραματίσου !!!