Μια κατάφυτη πεδιάδα με φυτά κάθε λογής που δροσίζονταν από μικρά ρυάκια που φρόντιζαν να μην αφήσουν φυτό διψασμένο. Κράτησε την εικόνα μέσα του καθώς κατηφόριζε στην πλαγιά για να φτάσει στον προορισμό του, στην όμορφη πεδιάδα με όλα τα χρώματα.
Ενώ περπατούσε στα χωμάτινα μονοπάτια του λόφου, έρχονταν πουλάκια κοντά του να του κάνουν παρέα. Είχε ξαπλώσει να ξεκουραστεί όταν αντιλήφθηκε το σκιουράκι που φοβισμένο έτρεξε να προστατεύσει την φωλιά του. Ήταν τόσο χαριτωμένο... Έμεινε περισσότερο από όσο υπολόγιζε, έμεινε για όσο χρόνο χρειάστηκε ώστε το σκιουράκι να τον εμπιστευτεί και να του επιτρέψει να το πλησιάσει, να νιώσει ότι δεν κινδύνευε από εκείνον...
Φτάνοντας πια στο σημείο όπου ο λόφος ενωνόταν με την πεδιάδα, στο σημείο εκείνο όπου δεν υπήρχαν δέντρα να του κόβουν την θέα, άρχισε να ψάχνει την εικόνα που είχε από ψηλά δει. Όμως δεν φαινόταν πια η πεδιάδα, δεν φαίνονταν τα ρυάκια, ούτε τα χρώματα που πριν λίγες ώρες τον είχαν μαγεύσει. Δεν έβλεπε όλη την εικόνα παρά μικρά μικρά κομματάκια όσο περπατούσε σε αυτήν. Νοστάλγησε το βουνό και χάραξε όλο ευθεία την διαδρομή του μέχρι να φτάσει σε αυτό. Συνάντησε μέρη όπου το μόνο στοιχείο γύρω του ήταν βράχοι, άλαλοι και σκληροί, μοναχικοί και απότομοι. Επιτάχυνε το βήμα του ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο. Πέρασε χαράδρες και διέσχισε ποτάμια με ορμητικά νερά, σκαρφάλωσε σε απόκρημνες πλαγιές μέχρι να φτάσει εκεί που πίστευε πως ήθελε να φτάσει, μέχρι που δεν είχε αλλού να πάει. Ήταν ήδη στην κορυφή και το μόνο που ένιωθε ήταν κρύο και πόνος. Περπατούσε πια με δυσκολία καθώς το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατά του και κάθε του βήμα γινόταν λιγότερο στέρεο από το προηγούμενο. Δεν ήταν αυτό το μέρος που έψαχνε, σίγουρα όχι.
Ανέσυρε από την μνήμη του την αίσθηση του ανοιξιάτικου ήλιου, τον ήχο που κάνουν τα φύλλα των δέντρων καθώς παίζουν με το απαλό αεράκι, την ζέστη που βγάζουν τα βότσαλα καταμεσήμερο καλοκαιριού. Έβαλε όλο του πείσμα και την θέληση για να φτάσει στον νέο του προορισμό, κάπου που να είναι ζεστά... Μόλις απομακρύνθηκε από τα χιόνια, έπαψε να τον τρυπάει το κρύο και να πληγώνεται από τις αιχμηρές άκρες των βράχων. Έφτασε σε ένα μονοπάτι που αν και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί, ήξερε πως με αυτό θα φτάσει στο σημείο που για χρόνια έψαχνε. Κάτι μέχρι τότε άγνωστο μέσα του, του φώναζε να μην κοιτάει δεξιά κι αριστερά παρά μόνο εμπρός. Να μην συγκρίνει αυτό το μονοπάτι με τα τόσα άλλα που είχε πριν περπατήσει γιατί δεν υπήρχε λόγος μιας και όλα τα προηγούμενα είχαν υπάρξει για να τον οδηγήσουν σε αυτό. Το ένιωθε, το ήξερε
Ο μακρύς δρόμος τον βοήθησε να ρίξει μια ματιά στην μέχρι τότε διαδρομή του. Απαρίθμησε έναν έναν τους τόπους που είχε επισκεφθεί στην αναζήτηση του ενός όπου θα είχε όλη την ομορφιά της γης μαζεμένη. Όταν έβρισκε τις ομορφιές του βουνού, νοσταλγούσε την θάλασσα και πήγαινε σε εκείνην. Δεν καθόταν όμως για πολύ γιατί και πάλι κινούσε να βρει κάτι που η θάλασσα δεν είχε, το χρώμα... Το μωβ, το πράσινο, το κόκκινο, το κίτρινο, του έλειπαν ενώ κοιτούσε το απέραντο γαλάζιο. Ήθελε όλα τα χρώματα. Δεν υπήρξε ποτέ ευχαριστημένος, αντί να χαρεί με το τί βρήκε, σκεφτόταν πάντα τί έλειπε.
Ο αναζητητής σταματούσε μόνο για μερικές ανάσες και ξεκινούσε πάλι την πεζοπορία του χωρίς διαμαρτυρία και χωρίς προσδοκίες. Δεν ήξερε τί θα βρει εκεί που πήγαινε αλλά και δεν τον ενδιέφερε αυτή τη φορά. Θα έβρισκε αυτό που θα έβρισκε, ότι κι αν αυτό ήταν. Από αυτόν τον μοναδικό δρόμο δεν έχει καμία εξωτερική εικόνα καθώς κοιτούσε μόνο μπροστά και εντός. Δεν κράτησε σημειώσεις για την φύση, δεν έβγαλε φωτογραφίες, δεν έκανε τίποτα από όσα έκανε στην μέχρι τότε διαδρομή του.
Κουρασμένος πια, έβαλε στην άκρη τα παπούτσια του και βούτηξε τα πόδια του στο δροσερό νερό. Σήκωσε το κεφάλι και περιεργάστηκε το τοπίο γύρω του. Παντού γαλήνη, πίσω του ένα λοφάκι με δεντράκια, μπροστά του απέραντη ήρεμη θάλασσα και πάνω του γαλανός ουρανός με μερικά λευκά παιχνιδιάρικα συννεφάκια. Του έκανε εντύπωση που δεν έψαξε, ως συνήθιζε, τα χρώματα που έλειπαν από το οπτικό του πεδίο. Ο ήχος ενός γλάρου τον ξύπνησε από τις σκέψεις του και ακολούθησε με το βλέμμα του το πέταγμά του μέχρι που είδε το ουράνιο τόξο που όμοιό του δεν είχε υπάρξει ξανά γι'αυτόν.
Τα χρώματα ήταν εκεί, ζωντανά και ενωμένα! Για χρόνια έψαχνε να τα βρει για να ανακαλύψει πως αυτά ήταν πάντα ενωμένα, παντού. Τα μάτια του τον είχαν για χρόνια ξεγελάσει, η ομορφιά και η ενότητα υπήρχε ακόμη και στον ίδιο τον αέρα που ανέπνεε, ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σώμα...
Έκλεισε τα μάτια και ζωντάνεψαν μέσα του όλοι οι τόποι, τα χρώματα και τα αρώματα. Μέσα του υπήρχε όλη η ομορφιά που αναζητούσε. Δεν έψαχνε τελικά για τόπο, αλλά για χώρο και τον βρήκε ποιο κοντά από όσο μπορούσε να φανταστεί. Το ποιο μακρύ ταξίδι του, τον έφερε πίσω στον εαυτό του...