Θέλω να μοιραστώ μαζί σας μία «διαδρομή» μου. Τόσο γιατί θέλω να το μοιραστώ, όσο και επειδή μπορεί κάποιος να βρει κάτι σε αυτήν που θα τον βοηθήσει
Αφότου πέρασα μία βαριά αρρώστια, ξεκίνησα πριν μία εβδομάδα ομοιοπαθητική, με σκοπό να δυναμώσω το σώμα μου, αλλά και να ξεκαθαρίσει το νοητικό και συναισθηματικό μου πεδίο, στο οποίο ένοιωθα ένα τεράστιο «φρακάρισμα» από την περίοδο της αρρώστιας.
Μέσα σε αυτήν την εβδομάδα, βγήκαν στην επιφάνεια (τόσο από την ομοιοπαθητική, όσο και από το ρέικι που κάνω τις τελευταίες μέρες εντατικά), πολλά και διάφορα συναισθήματα. Αλλά ένα ήταν το κυριότερο: φόβος. Μία τεράστια ανησυχία, ένα άγχος που συχνά οδηγούσε σε εκρήξεις άγχους και πανικού (ευτυχώς, λόγω παλαιότερης εμπειρίας, μπορούσα και το έλεγχα και δεν οδηγούσε σε κρίσεις πανικού). Το οτιδήποτε μπορούσε να πυροδοτήσει αυτήν την ανησυχία: ένα πιάσιμο, ένα μούδιασμα, ένα σπυράκι. Το οτιδήποτε ξυπνούσε την ίδια ανησυχία: «κάτι θα πάθω, δεν είμαι καλά». Εκρήξεις άγχους κάθε μέρα, σχεδόν κάθε ώρα. Μία διαρκής κατάσταση ανησυχίας. Η αναπνοή κοβόταν, απίστευτο βάρος στο στήθος, σφίξιμο, αίσθηση πνιγμού. Με λίγα λόγια, δεν μπορούσα πλέον να λειτουργήσω.
Μέχρι που κάποια στιγμή είπα «ως εδώ!». Αφιέρωσα μία ολόκληρη μέρα. Έκανα μια μεγάλη βόλτα και συνεχώς ρωτούσα τον εαυτό μου: «τι φοβάσαι Θοδωρή;». Μιλούσα κανονικά στον εαυτό μου, χωρίς να με νοιάζουν οι περαστικοί. Γύρισα σπίτι, ξεκίνησα να κάνω ρέικι, αλλά τα χέρια μου «βεντουζάραν» πάνω στην καρδιά. Μιάμιση ώρα! Βρε να πάω εγώ να τα βάλω σε άλλη θέση, τίποτα αυτά, εκεί! Και πόσο ρουφούσε η καρδιά! Όχι γαργαλητό, όχι μούδιασμα ένοιωθα ότι το δέρμα μου θα ξεκολλήσει!
Η μέρα συνέχισε μετά με ηρεμία. Και εκεί που είπα ότι εντάξει, έφυγε, τσουπ! Το απόγευμα ήρθε πάλι ο φόβος. Ε λοιπόν τα παίρνω κρανίο! Τελειώνω με τις υποχρεώσεις μου, κλείνω πόρτες, παράθυρα, βάζω χαλαρή μουσική, ανάβω κεριά και λέω: «τώρα Θοδωρή σε αφήνω ελεύθερο να βγάλεις όλον σου τον φόβο!».
Φοβόμουν. Φοβόμουν τον φόβο. Φοβόμουν ότι άμα τον άφηνα, η κρίση πανικού θα ήταν στην γωνία και θα με περίμενε. Και ήταν κάτι που το είχα ζήσει στο παρελθόν και δεν το ήθελα πάλι. Και βέβαια ο φόβος ήρθε πάλι, γιατί τότε τον «ξεγέλασα» χωρίς να τον δουλέψω
Όμως δεν ήρθε καμία κρίση πανικού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, άρχισα να μιλάω. Στον τοίχο. Όχι με ψιθύρους, κανονικά. Και άρχισε να ξετυλίγεται όλο το νήμα
«Τι φοβάσαι, Θοδωρή;». Φοβάμαι μην πάθω κάτι, μην πεθάνω και δεν ζήσω όλα αυτά που θέλω να ζήσω. Γιατί υπάρχει αυτός ο φόβος; Γιατί γιατί αναβάλλω την ζωή μου, αναβάλλω την ευτυχία μου για το μέλλον. Αναβάλλω τις επιθυμίες μου για το μέλλον. Περιμένω κάτι που ΘΑ γίνει, και τότε ΘΑ είμαι και εγώ χαρούμενος. Και έτσι δημιουργούνται ένα κάρο «ΘΑ». Και κάθε ένα από αυτά τα «ΘΑ» έχει και μία διαδρομή προς αυτό.
Όμως όλα αυτά τα «ΘΑ» δεσμεύουν, πνίγουν. Και όταν έρθει μία σκέψη, ένα γεγονός ή μία κατάσταση που θα απειλήσει έστω και ένα από αυτά τα «ΘΑ», τότε όλα αυτά παθαίνουν πανικό. Ναι, είναι όλα αυτά τα «ΘΑ» που είχα μέσα μου που πάθαιναν τον πανικό. Και αυτό γιατί πάνω σε αυτά τα «ΘΑ» είχα εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες για ευτυχία, για ζωή.
Η αιτία του φόβου λοιπόν ήταν η αναβλητικότητα στην ζωή μου.
Πήρα την απόφαση να αφήσω την ψυχή μου να εκφράζει τις επιθυμίες της στο ΕΔΩ και ΤΩΡΑ. Πήρα την απόφαση να δημιουργήσω μία ΓΕΜΑΤΗ ΖΩΗ. Πήρα την απόφαση να μην αναβάλλω πλέον ΤΙΠΟΤΑ. Πήρα την απόφαση να φέρω το μέλλον στο ΠΑΡΩΝ.
Έστειλα ρέικι στην αναβλητικότητά μου. Πρώτη μου φορά στέλνω ρέικι σε κάτι τέτοιο. Και ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα τα χέρια μου να πονάνε. Πέρασε κάνα 20-λεπτο και ακόμα «ρουφούσε» ενέργεια. Όταν τελείωσα, αισθανόμουν μία περίεργη ηρεμία και χαρά.
Από εκείνη την στιγμή, ο φόβος έχει φύγει
