



Και σίγουρα αφήνει χώρο για προβληματισμό και συζήτηση.

Μόλις το τελείωσα ένιωσα όμορφα, με όλα αυτά τα συναισθήματα περί έρωτα κλπ, ενώ μου φάνηκαν "λογικά" τα γεγονότα με το γκρέμισμα της πόλης και την "άρνηση της σωτηρίας". Μου άρεσε αυτό το κομμάτι του "μας έσωσες χωρίς να μας ρωτήσεις, και εμείς δεν το θέλαμε", που βάζει σε σκέψεις.
Υπάρχει όμως και ένα "όμως".
Το πρώτο που μου ξένισε ήταν ο "έρωτας" της Μερινάλδης με τον Λόνγκντεν. Είχα μέσα μου την αίσθηση ότι αυτή ουσιαστικά αναγκάστηκε να τον παντρευτεί. Το να δείξει τέτοια έλξη και αφοσίωση στον κατακτητή, μου φάνηκε αδικαιολόγητο. Ακόμα και εάν ήταν τελείως "συμφεροντολόγα" (του τύπου "αφού δεν μπορώ να το αποφύγω, τουλάχιστον να τα έχω καλά με τον αρχηγό τους"), σίγουρα δεν περίμενα να σκοτώσει τον Ζόντεν, πόσο μάλλον να αυτοκτονήσει μετά. Με κάνει να αναρωτηθώ τελικά τι σόι άνθρωπος ήταν αυτή.

Το δεύτερο που δεν μου άρεσε ήταν η καταστροφή της πόλης. Ναι, μου φάνηκε "λογικό" λόγο της στρατηγικής κλπ, αλλά επίσης και λίγο εγωιστικό και άχαρο. Ωραία τα αποφασίζεις όταν μένεις σε ένα βουνό μακριά από την κοινωνία και πετώντας με πουλιά στον ουρανό, αλλά εδώ μιλάμε για ανθρώπους και σπίτια. Που ναι μεν δεν σκότωσες, αλλά τους αναγκάζεις σε διαδικασίες. Στην τελική, δεν σου "ανήκει" αυτή η πόλη. Το να συμπεριφερθεί στον κόσμο σαν "μάζα" και "όχλος", δεν μου άρεσε. Περίμενα περισσότερο να πιστέψει σε αυτούς και να τους δείξει έναν άλλον δρόμο από αυτόν της υποδούλωσης. Άλλωστε ένας υγιής πυρήνας υπήρχε (τα παιδιά που βοήθησαν μετά), και πιστεύω πως ήταν θέμα χρόνου να ανακάμψει το Καλντούν. Το ότι το κατέστρεψε η Τριμάλντα, αυθόρμητα το είδα πιο πολύ ως πράξη εκδίκησης, που η πόλη δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της, παρά πράξη στρατηγικής και λογικής.

Τέλος, ενώ αρχικά αυτό το "πέταγμα" των ερωμένων μου φάνηκε ρομαντικό κλπ, είναι αυτό το "φεύγω και αφήνω πίσω μου συντρίμμια" που είπε η Βασούλα. Ωραίο το "ξεκινάω μια καινούργια ζωή", όμως έτσι όπως το βλέπω τώρα, αυτή η ζωή πάνω σε ένα βουνό, απομονωμένοι από τον κόσμο, δεν μου αρέσει. Και ενώ μπορώ να καταλάβω και να δικαιολογήσω ως έναν βαθμό την Τριμάλντα, που μεγάλωσε και συνήθισε την απομόνωση (οπότε και το "μαζί" δεν μπόρεσε να την κρατήσει), η φυγή του Μπόρσεν με ξένισε. Ξεκίνησε ως υποψήφιος αρχηγός μίας κοινότητας, στην συνέχεια συμμετείχε σε μία περιπέτεια για να απελευθερώσει το σύνολο, και μετά... το εγκαταλείπει;!; Όταν το σπίτι σου έχει γκρεμιστεί, κάθεσαι για να το ξαναχτίσεις, δεν φεύγεις. Τα γεγονότα της ιστορίας κατέληξαν σε μία θαυμάσια ευκαιρία να χτιστεί/δημιουργηθεί κάτι πανέμορφο από την αρχή, αλλά οι ήρωές μας αποφάσισαν αντί για αυτού να φύγουν για την απομόνωση. Και ενώ ως έναν βαθμό καταλαβαίνω την ανάγκη για ηρεμία και εσωτερική ανασυγκρότηση, από την άλλη πιστεύω ότι η χαρά της δημιουργίας είναι αυτό που θα μπορούσε να ξαναβγάλει την Τριμάλντα στην ζωή, και όχι η δραπέτευση.



