«Βασούλα» έγραψε: ΄Εφτασα στην «πατρίδα»
Πήγα στην άκρη του φωτός
και σ αναζήτησα, αγαπημένη μου ψυχή.
«Τι θέλεις να βρεις?» με ρώτησε ο Μεγάλος Ιερέας
«Την σύνδεση
»
«Λάθος κοιτάς τότε»
«Που να κοιτάξω?»
«Στο Λυκόφως
Λίγο πριν το σκοτάδι γίνει βαθύ, λίγο πριν το σκοτάδι
γίνει φωτεινό
Εκεί που οι μορφές παίρνουν το αποτύπωμα, εκεί που
ο ήχος γίνεται απόηχος, εκεί που ακούς τον αντίλαλο της ΄Υπαρξης
Εκεί να δεις!»
Kαι τότε αγαπημένη μου ψυχή, βρεθήκαμε απέναντι εγώ και το φίδι!
Σήκωσε το κεφάλι του περήφανα και με κοίταζε στα μάτια
«Μεγάλε Ιερέα, τι είναι αυτό πάλι?»
«Εδώ είναι το Λυκόφως»
«Το νιώθω να με απειλεί, δεν πρέπει να είναι έτσι ο Ερωτας, Μεγάλε Ιερέα
»
«΄Οσο είσαι στον ποταμό, θα σε απειλεί
»
Προσπάθησα να βγω στην όχθη
΄Ενιωθα την ανάσα του λίγο πριν από το πρόσωπό μου, δεν μπορούσα να τρέξω μακριά, το νερό με εμπόδιζε
Σκόνταψα σ έναν ύφαλο, γλίστρησα
«Τώρα χάθηκα
» σκέφτηκα! Βούλιαζα
η ανάσα μου σταμάτησε
Το φίδι κουλουριάστηκε στο σώμα μου, το τύλιξε με μια απαλή κυκλική κίνηση και το ανέβασε στην επιφάνεια
΄’ρχισα πάλι να αναπνέω
«Μην με φοβάσαι
΄Οσο λιγότερο με φοβάσαι, τόσο εγώ θα σε πηγαίνω παραπέρα. Όσο περισσότερο ενώνεσαι μαζί μου, τόσο θα συνδέεσαι με το αιώνιο. Είμαι η πρόκληση σου και η υπέρβαση. Είμαι η σύνδεση με το αρχέγονο, είμαι η ορμή του χάους, είμαι η μία μοναδική σοφία σου
»
Βγήκαμε στην όχθη, αγαπημένη μου ψυχή, και μου έμαθε να σέρνομαι.
«Κοίτα πόσο γρήγορα μπορείς να φθάσεις
Υπερνικάς τα εμπόδια, κατακτάς την φύση, δεν υπάρχει έλος που δεν μπορείς να περάσεις, δεν υπάρχει κορυφή που δεν μπορείς να ανέβεις
»
Ανέβασε το σώμα του στον ουρανό. Σαν μια φυσική σκάλα, και με προσκαλούσε να ανέβω
Πελώρια σκάλα, χωρίς όρια, χωρίς τέλος
«Αγκάλιασε με, κοίτα που μπορώ να σε φτάσω
»
Μου έμαθε να υψώνομαι.
΄Ενιωσα το σώμα μου ανάλαφρο, το είδα να αποκτά φολίδες
«΄Αγγιξέ με, κοίτα πως μπορώ να είσαι
»
Με έμαθε να μετασχηματίζομαι.
«Τώρα μπορείς να τρέχεις σαν τον άνεμο, να καις σαν την φωτιά, να δροσίζεις
σαν το νερό. Τώρα μπορείς να είσαι ότι είμαι
Σήκω!»
Το σώμα μου άρχισε να ξετυλίγεται, στάθηκα απέναντί του
Το κοίταζα στα
μάτια, ένιωσα την επιθυμία να ενωθώ μαζί του. ΄’ρχισα να τυλίγομαι στο
σώμα του, δεν είχε τέλος
΄Ολο ανέβαινα, πάνω από τα αστέρια,
πάνω από το φως, πάνω από το σκοτάδι, πάνω από τις μορφές,
«Που θα σταματήσουμε?» το ρώτησα
«΄Οπου θέλεις
»
«Μεγάλε Ιερέα, χρειάζεται να σταματήσω?»
«Τι άφησες πίσω σου?»
«Τίποτα, τώρα είναι όλα εδώ
»
«Τότε μπορείς να επιστρέψεις, αυτό που αναζητούσες
το βρήκες
Πάρτο μαζί σου λοιπόν και δώσε του
την ελευθερία του
»
Και ναμαι πάλι στην μέση του ποταμού, αγαπημένη μου ψυχή
Τίποτα δεν είναι πια ίδιο
Τίποτα δεν είναι πια «δεσμευμένο»
Δεν χρειάζεται πια να «δω» τα μάτια σου, για να σε νιώσω,
Χρειάζεται μόνο να πω «ας γίνει φως», για να είμαι κοντά σου!
Βασούλα μου Αγαπημένη
