Χριστινα ξεφυγες απο το θεμα και θα πω στην βασω να σε βαλει τιμωρια!
Αυτο το θεμα αφορα τις νεραιδες και οχι για να κανουμε τον Γιαννη να κοκκινιζει απο ντροπη!
Οπως εγραψα κι οταν πρωτομπηκα απλα εχω μαζεψει καποιους στιχους ή καποιες σκεψεις και προσπαθω να τα παντρεψω με τις εικονες για να εκφρασω την αγαπη μου για τις νεραιδουλες... κι αυτο ειναι ολο..
Ετσι λοιπον θα κρατησω μονο την καταθεση ψυχης...
Αν μιλησουμε για εκφραση και μαγεια τι να πει κι ο φιλος μου ο Ιωαννιδης?
διαβασε τους παρακατω στιχους του..
Τα βουνά περνάω
και τις θάλασσες περνώ
Κάποιον αγαπάω
Δυο ευχές κρατάω
και δυο τάματα κρατώ
Περπατώ και πάω
Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα 'ναι αργά
Στα πουλιά μιλάω
και στα δέντρα τραγουδώ
Κάποιον αγαπάω
Κι όταν τραγουδάω
προσευχές παραμιλώ
περπατώ και πάω
Κάποιος είπε πως ο δρόμος
είναι η φλέβα της φωτιάς
ψυχή μου πάντα να κυλάς
Κάποιος είπε πως ταξίδι
είναι μόνο η προσευχή
καρδιά μου να 'σαι ζωντανή
Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ' ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα'ναι αργά...
Κάθε νεράιδα είναι τόσο εύθραυστη όσο και το λουλούδι που αναπαύεται
Κάθε νεράιδα είναι τόσο δυνατή όσο η ίδια η ζωή που ξαναγεννιέται την άνοιξη, που κάνει τους σπόρους να φυτρώνουν μέσα απ' το τσιμέντο
Οι νεράιδες ζουν για την αγάπη και μέσα απ' αυτήν
Βρίσκουν τρόπους να την ξυπνάνε και να την στέλνουν όπου χρειάζεται.
Χορεύουν τις νύχτες με πανσέληνο, και ο χορός τους είναι ευάλωτος όπως κι αυτές
Κάποτε, κάποια απ'αυτές κουρασμένη αποκοιμιέται και στο πρώτο φως της αυγής την βλέπει ένας άνθρωπος
Την ερωτεύεται καθώς λαμπυρίζει ακόμα από την Σελήνη και μαγεύεται απ'αυτήν.
Μα καθώς η μέρα μεγαλώνει η νεράιδα γίνεται διάφανη, παύει να την βλέπει και βλέπει μπροστά του μόνο τα σπίτια, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα
Η νεράιδα όμως είναι εκεί, διάφανη και απελπισμένη
Φωνάζει, του απλώνει τα χέρια να τον αγγίξει, μα αυτός δεν την βλέπει.
Την θυμάται, αλλά την ξεχνάει.
Λέει πως ήταν ψέμμα, ένα όνειρο που την συνάντησε.
Πως δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς στις νεράιδες
Κι αυτή εκεί.. ακούει πληγωμένη..τα δάκρυα της ποτίζουν το χώμα και του δίνουν ζωή απ' την ζωή της
Το φεγγάρι αρχίζει και χάνεται σιγά σιγά, νύχτα με νύχτα και όλο και λιγότερο πέφτει στην νεράιδα
Τώρα πια το σκοτάδι την τυλίγει εντελώς και την σβήνει απ' τα μάτια των ανθρώπων.
Μα αυτή είναι εκεί. Και η αγάπη της για όλα συνεχίζει να υπάρχει.
Συνεχίζει να τραγουδάει, ακόμα κι αν θρηνεί, πάνω από λουλούδια κοιμισμένα, πάνω από σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό..
Συνεχίζει να συμμετέχει στον κύκλο της ζωής, όταν όλοι οι άλλοι σταματάνε.
Οταν όλοι πιστεύουν μόνο σ'αυτό που βλέπουν τα μάτια τους και αγγίζουν τα χέρια τους.
Η νεράιδα είναι εκεί. Κάποτε μπορεί και να βρει πληγωμένο κάποιον που την αγάπησε.
Κι ενώ η νέα σελήνη έχει κρύψει πια ολότελα την μορφή της αυτή κλαίει και γι'αυτόν
Κι αφήνει τα δάκρυα της να τρέξουν και στις δικές του πληγές, να απαλύνουν και την δική του ψυχή.
Μέσα στον ύπνο του αναδεύεται, στο όνειρο του ξεπηδάει η μορφή της και χαμογελάει.
Faeries kiss your eyes as you slumber,
Sending wave after wave of giddiness through you.
If you believe, you hear the faeries.
Their voices sing through your veins like honey,
Sweet and satisfying.
On your birthday, they listen to your secret wish,
And if you are lucky, they will find you pure enough,
To grant it.
When you lay to sleep, they come and take you away.
They take you to Faeryland, a realm of flickering creatures.
They rouse you, enchanting you; making you the happiest you have ever felt.
They wrap you in silk, feeding you succulent fruits.
You dance with them, holding their tiny forms close,
As they caress and coo softly in your ear.
You wake the next morning,
An odd giddiness inhabits your body and mind.
You lick your lips and taste juice.
You remember nothing of the night before,
But you have a strange knowing that it will happen again.
The question is will you let it happen again?
Do you believe?
Θαλασσινός αέρας στης πόλης τα στενά
στεγνώνει τις σταγόνες που έχω στα γυαλιά μου...
Κι ήταν τα δάκρυα που έχυσα για σένα,
πριν το ηλιοβασίλεμα
Είσαι ένα λούλουδο χαμένο σε λιβάδι
που όχλοι ανθρώπων κυνικών ποδοπατούνε πάλι.
Φόβος γλυκός, στον τρόπο σκέψης μου για σένα,
άλογο η καρδιά μου καλπάζει για τα ξένα.
Ανοίγοντας τα φύλλα σου μυρίζει η ομορφιά σου,
θα κατεβούνε ξωτικά του δάσους να θαυμάσουν!
κι αυτό που με πειράζει είναι
δεν θα' μαι εκεί...
-να κάτσω να θαυμάσω κι εγώ απ' την αρχή.
Πιασμένες οι νεράιδες απ' τις αγκάλες νάνων,
θα ικετεύουν... την ευχή, να στείλουνε κοντά μου,
τις μαραμένες μας ψυχές να ξαναζωντανέψω,
με τ' όνειρο του έρωτα... να 'ρθω και να σε κλέψω
Θαλασσινός αέρας στης πόλης τα στενά
στεγνώνει τις σταγόνες που έχω στα γυαλιά μου...
Κι είναι τα δάκρυα που έχυσα για σένα,
πριν το ηλιοβασίλεμα
Ενα πολύ όμορφο ποίημα απο τον λαικό ποιητή μας στη κυπριακή διάλεχτο.... ξέρω οτι θα σας δυσκολέψει..... αλλά προσπαθήστε ....
Βασίλης Μιχαηλίδης
Η Ανεράδα
Στην χώραν π' αναγιώθηκα
τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.
Σε μιάν ποταμοδκιάβασην
μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.
Ευτύς το πας μου έχασα
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου"
Τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.
Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν
τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.
Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με
τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν
τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.
Υστερα σγοιάν παράδεισον
εναν βουνόν εφτάσαμεν
ισια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν
αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.
Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος
τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον
ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.
Είπεν τζ' εγίνην άφαντη
εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.
Οι πλήξες που με τρώασιν
ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
εσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες
τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.
Η πολλή αγάπη ανοίγει πόρτες, γκρεμίζει τοίχους και κτίζει γέφυρες πάνω απο τη θάλασσα
Χριστινάκι μου χαίρομαι που ξέρεις τη Κύπρο μας και που σ αρέσει η κυπριακή διάλεχτος.... βλέπεις και εγώ στα γραφόμενα μου πολλές φορές μιλάω όπως μιλάμε εδώ.....
Ελπίζω κάποια μέρα να συναντηθούμε .... θα το χαρώ ιδιαιτέρως....
Η πολλή αγάπη ανοίγει πόρτες, γκρεμίζει τοίχους και κτίζει γέφυρες πάνω απο τη θάλασσα