Δεν υπήρξε χώρα που να μη μεταφράστηκε το ποίημα του Χάινε που είναι γραμμένο πάνω στις εικόνες του ποστ. Πολλοί ποιητές το μεταφράσανε στη γλώσσα τους. Όλες οι μεταφράσεις των που σας παραθέτω, είναι από το ποίημα του Χάινε. Μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος υπάρχουν πάνω από δεκαπέντε στα ελληνικά!
ΛΟΡΕΛΑΗ
Δεν ξέρω ποιά να είναι η αιτία,
κι είναι το στήθος μου τόσο βαρύ.
Μια παλαιά αρχαία ιστορία
από το νου μου νά 'βγει δεν μπορεί.
Κρύα βράδια και σκοτεινοί οι κάμποι
και το ποτάμι ήσυχο περνά,
και του βουνού ψηλά η ράχη λάμπει
απ' τα φιλιά του ήλιου τα στερνά.
Στην κορυφή απάνω καθισμένη
λαμπει πεντάμορφη μια κοπελιά.
Αστράφτει όλη χρυσοστολισμένη,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.
Ολόχρυσο κρατεί στα χέρια χτένι
κι ένα τραγούδι αγάλια τραγουδεί...
τραγούδι που τ' ακούς και σε τρελαίνει
και λησμονάς και μάνα και παιδί.
Ο ναύτης με τη βάρκα του περνάει
τ' ακούει, μαγεύεται, χάνει το νου,
τους βράχους πού 'ναι εμπρός του δεν κοιτάει
και στην κορφή κοιτάει του βουνού.
Ψηλά κοιτάει... τον τραβά το κύμα
και τάφο του ανοίγει παρακεί,
και φταίει η πεντάμορφη -τί κρίμα!-
και η φωνή της η μαγευτική.
’γγελος Βλάχος
ΛΟΡΕΛΑΗ
Δεν ξέρω αυτή μου η λύπη τί σημαίνει
και μ' έχει κάνει τόσο θλιβερό!
Από το νου μου μέσα δεν εβγαίνει
μια ιστορία απ' τον παλιό καιρό.
Ψυχρό φυσά τ' αγέρι και βραδιάζει,
ο Ρήνος σιγανά κατρακυλά·
στις φωταυγιές του ήλιου που πλαγιάζει,
του όρους η κορφή σπιθοβολά.
Θαυμάσια αυτού στην κορφή την ίδια
κάθεται η πιο ωραία κοπελιά·
αστράφτουν τα χρυσά της τα στολίδια,
χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά.
Μ' ολόχρυσο χτενάκι τα χτενίζει
και τραγουδάει ένα σκοπό η ξανθή.
Στους θαυμαστούς τους ήχους που σκορπίζει
δεν είναι νους που να μη μαγευθεί.
Το ναύτη στη βαρκούλα τον αρπάζει
λαχτάρα που σαλεύει τα μυαλά.
Τους βράχους που προβάλλουν δεν κοιτάζει,
απάνω μόνο βλέπει, στ' αψηλά.
Φοβούμαι πως το κύμα θε να φάει
και ναύτη και βαρκούλα τώρα δά:
Αχ, όλ' αυτά τα κάμνει η Λορελάη
με το γλυκό σκοπό που τραγουδά.
Γεώργιος Βιζυηνός
Η ΛΟΡΕΛΑΗ
Που είμαι θλιμμένος τόσο δεν ξέρω τί δηλοί,
στο νου μου παραμύθι παλιό έχει καρφωθεί.
Πνέει δροσερό τ' αέρι κι ο Ρήνος ρέει σιγά,
στο κορφοβούνι ο γήλιος, που δύει, σπιθοβολά.
Κι ω θάμα! η πλιο ώρια κόρη κάθεται πάνου κει,
χρυσά φορεί, χτενίζει την κόμη την χρυσή.
Με χτένι τη χτενίζει χρυσό κι ένα σκοπό
ωστόσο τραγουδάει τρανό και θαυμαστό.
Στο μικρό πλοίο του ο ναύτης πόνο άγριο και βαρύ
γρικά, δε βλέπει, ξέρεις, μόνο ψηλά θωρεί.
Το κύμα, λέω, στο τέλος ναύτη και πλοίο ρουφά,
της Λορελάης τα λόγια εκάμαν όλα αυτά.
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
ΛΟΡΕΛΑΗ
Δεν ξέρω η τόση λύπη τί σημαίνει,
που νιώθω μεσ' στα στήθη μου βαθιά·
κάποιος παλιός θρύλος απ' τη θλιμμένη
δε θέλει να μου φύγει την καρδιά.
Ψυχρό φυσάει τ' αγέρι, η ημέρα σβήνει,
και ο Ρήνος τα νερά κυλά απαλά·
στις βραδινές αχτίδες λάμψη χύνει
η ράχη του βουνού, που 'ναι ψηλά.
Κάθεται εκεί η πεντάμορφη παρθένα
μέσ' στην απόκοσμη τη σιγαλιά·
χρυσά στολίδια αστράφτουν και λυμένα
τα ολόχρυσα χτενίζει τα μαλλιά.
Με το χρυσό της χτένι τα χτενίζει
και με τη μαγεμένη της φωνή
γλυκό τραγούδι γύρω της σκορπίζει,
βαθιά κάθε ψυχή τη συγκινεί.
Το ναύτη μέσ' στη βάρκα ξελογιάζει,
μεγάλη ανάβει μέσα του φωτιά·
τους βράχους, που 'ναι εμπρός του, δεν κοιτάζει,
μονάχα επάνω ρίχνει τη ματιά.
Θαρρώ το μαύρο κύμα πως θα φάει
μαζί στο τέλος βάρκα και παιδί·
κι αυτά τα κάνει η ωραία Λορελάη,
με τη γλυκιά φωνή που τραγουδεί.
Θεόφιλος Βορέας
Η ΛΟΡΕΛΑΗ
Δεν ξέρω, γιατί νά 'ν' θλιμμένη
η καρδιά μου αυτόν τον καιρό·
ένα αρχαίο πολύ παραμύθι,
να ξεχάσω, για δες, δεν μπορώ.
Τ' αγεράκι είν' ψυχρό, σκοτεινιάζει,
πέρα ο Ρήνος κυλάει σιγανά,
κι η κορφή του βουνού ροδολάμπει
στα φιλιά του ηλιού τα στερνά.
Εκεί απάνω σα θάμα προβάλλει
η πιο ωραία της γης κοπελιά
με στολίδια χρυσά, π' όλο αστράφτουν,
και τα ολόχρυσα φτιάνει μαλλιά.
Μ' ένα χτένι χρυσό τα χτενίζει
και μαζί λέει τραγούδι γλυκό,
που συμπαίρνει με κειο το σκοπό του,
αχ, τί πλάνο και τί μαγικό!
Να, περνάει από κείθε ένας ναύτης
κι η βαρκούλα του πάει σιγαλά,
μαγεμένος δε βλέπει τα βράχια,
μόν' απάνω κοιτάζει ψηλά!
Μα στο τέλος και βάρκα και ναύτη
θα ρουφήξουν τα κύματα εκεί!
Το τραγούδι σου, οϊμέ, Λορελάη,
σ' αυτό φταίει το τόσο γλυκύ!
ΛΟΡΕΛΑΗ
Τί τάχα να μου γίνεται, δεν ξέρω
Για νά 'μαι λυπημένος τόσο, αχ τόσο,
Είναι ένα παραμύθι ξεχασμένο,
Παλιό, που δεν μπορώ στο νου να νιώσω.
Χλιαρός είναι ο αγέρας, σκοτεινιάζει,
Κι αθόρυβος ο ρήνος, ξεκυλάει,
Οι μύτες των βουνών αντιφεγγίζουν
Στο ηλιόγερμα που αχνά λαμποκοπάει.
Εκεί απάνω κάθεται η πανώρια
Κι ολόμαγη στην όψη της παρθένα,
Τα ολόχρυσα στολίδια της αστράφτουν,
Χτενίζει τα μαλλιά τα χρυσωμένα.
Χτενίζεται μ' ολόχρυσο ένα χτένι,
Κι αντάμα ένα τραγούδι τραγουδάει,
Τραγούδι που καθένανε μαγεύει
Και μελωδία απόκοσμη σκορπάει.
Το ναύτη που περνάει με τη βαρκούλα,
Τον πιάνει πόθος, ρίχνει βλέμμα πλάνο,
Τα βράχια που ' ναι εμπρός δε λογαριάζει,
Και μόνο ακούει και βλέπει εκείθε πάνω.
Θαρρώ πως θα ρουφήξει τ' άγριο κύμα
Στο τέλος και τη βάρκα και το ναύτη,
Και όλα αυτά τα φταίει η Λορελάη
Που τραγουδώντας, μια φωτιά του ανάφτει.
’γγελος Δόξας
Η ΛΟΡΕΛΑΗ
Απόψε νιώθω εντός μου την καρδιά βαριά,
μια λύπη αξήγητη φωλιάζει μου στα στήθη
κι όπως θλιμμένα τρυφερή πέφτει η βραδιά
αναθυμιέμαι το παλιό το παραμύθι.
Κυλάει ο Ρήνος με το κύμα σιγανό
που το φιλά με δροσερό τ' αγέρι χείλη·
αλάργα στέκει το περήφανο βουνό
κι αστράφτει χρυσοπόρφυρο μέσα στο δείλι.
Νεράιδα κάθεται σε βράχο χαμηλό
και με τον ήλιο το λαμπρό την όψη έχει ίδια·
γλιστρά το χτένι στα μαλλιά της απαλό,
σπίθες πετούνε τα χρυσά της τα στολίδια.
Χτενίζει τα ξανθά μαλλιά της τα μακριά
και τραγουδάει με γλυκιά μελαγχολία ·
κι έχει η φωνή της μια παράξενη γητειά
κι έχει μια χάρη σαγηνεύτρα η μελωδία.
Κι απλώνεται τριγύρω ο μαγικός σκοπός·
τα μάτια του βαρκάρη ο πόθος τα θαμπώνει
και μπρος του βράχο μεθυσμένος και τυφλός
δεν βλέπει, και κουπί αφήνει και τιμόνι.
Και βάρκα και βαρκάρη μέσα τους τραβούν
τα κύματα του ρήνου που όλο αργοκυλάει·
ετούτη λεν πως είν' η μοίρα όσων ακούν
το κάλεσμα το ερωτικό της Λορελάη.
Μαρία Υψηλάντη