Όταν είχα κέφια έκανα το εξής, τα παλιά τα χρόνια, όταν οι τράπεζες έπαιρναν για να σου δώσουν κάρτες και μοίραζαν αφειδώς πιστωτικά όρια...
Επειδή δεν ηθελα κάρτες και όσο και αν το εξηγουσα δεν το καταλάβαιναν, το έριξα στο τσάμικο. Ανάλογα λοιπόν με την φάση που με πετύχαιναν παρίστανα την αλλοδαπή υπηρέτρια που "Ντεν καταλαβαίναι και κερία λείπει..." ή την γιαγιά που πάσχει από βαρηκοϊα "Ναιαιαιαιαιαι;;;;;;;;;;;;;; ΠΟΙΟΟΟΟΟΣΣΣ;;;;;;; ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;;;;;;;;;;;;;; Αααααααααααα.........Τίνους είν' η κάρτα που λες παιδάκι μ;;;;; Που μ' είπες να την βάλωωωωωωωω;;;;;;;;;"
Μια άλλη φορά είχα παίξει την ατυχήσασα "Άλλους μας ανεβάζει άλλους μας κατεβάζει..."
Παίρνει λοιπόν η υπάλληλος, ευγενεστάτη δεσποινίς, δεν λέω... και αφού μου λέει καλημέρα σας είμαι από την τάδε τράπεζα, αρχίζω το κλαψούρισμα...
"Ααααααχχχχχχ... κοπέλα μου... για σένα μπορεί αλλά για μένα όχι... Όταν η μοίρα σε χτυπάει από παντού, που να την δεις την καλημέρα... μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, την τύχη μου, επέμβαση τρίτη φορά στο παχύ έντερο και ζω με σακουλάκι. Εσύ μπορείς να ζήσεις με σακουλάκι και να μυρίζεις τα κόπρανά σου; Ε; Μόλις ξυπνάω τα καλημερίζω... Τί χρώμα έχουν τί σχήμα όλα τα βλέπω... Μαζί πίνουμε καφέ, μαζί τρώμε, μαζί βλέπουμε τηλεόραση. Φιλαράκια έχουμε γίνει. Έχω φτάσει σε σημείο να τους μιλάω. Τόσο πολύ τα έχω συνηθίσει που ξεχνάω ν' αλλάξω το σακουλάκι. Μ' έχει φάει η μοναξιά βλέπεις. Ευτυχώς που παίρνετε κι εσείς τηλέφωνο και μιλάω με κάποιον άνθρωπο... Αλλά μην σε πρήζω με τα δικά μου... τί έλεγες;"
Σιωπή από την άλλη γραμμή...
