Τι κι αν δεν με εμπιστεύεσαι...΄΄ Ετσι κι΄ αλλιως η Εμπιστοσύνη δεν οφείλεται σε εμένα, παρά στον Εαυτό Σου...
Τι κι αν ζεις χωρίς την καρδιά...΄Ετσι κι αλλιώς η Καρδιά ανήκει στο αιώνιο...
Είναι μεγάλο και βαρύ το ασυνείδητο...Είναι πλοκάμι από μόνο του που ρουφάει ότι έχει απομείνει από την Αγάπη...
Λυπάμαι που η Ζωή έρχεται βίαια στους ανθρώπους...Λυπάμαι που τους κλέβει την καρδιά, πριν προλάβουν να αγαπήσουν την αιωνιότητα...
΄Όμως, ένας Δρόμος είναι κι αυτός της ασέβειας στην αιωνιότητα...
Τα "κατηγορώ" πολλά για την Ζωή, πολλά για Εμένα...
Δεν με ξαφνιάζει πια...ούτε ο αετός, ούτε το λιοντάρι...Γιατί και τα δυο "κλέφτες" είναι της Αγάπης που δεν έχουν...
Και ο Μεγάλος Ιερέας μου λέει "εμπιστεύσου Με"...
΄Οταν δεν χρειάζεσαι την καρδιά για να αγαπάς, τότε η Αγάπη στην φέρνει πίσω σαν αιωνιότητα...
Και μέσα σ' αυτήν, μόνο μέσα σ' αυτήν μπορούμε να βιώσουμε την Ψυχή Μας σαν θειότητα...
Σκληρή η ζωή, γιατί αφήσαμε τους "κλέφτες" να συνωμοτούν εναντίον του θεού...Και ο χρόνος τους, δυστυχώς, είναι δυσανάλογα μεγάλος για την επιείκεια μας...Παραδινόμαστε χωρίς όρους
΄Όμως ένας Δρόμος είναι κι αυτός της παράδοσης άνευ όρων
Η Ζωή κυλάει και εξελίσσεται έτσι όπως είναι γραμμένο, από την κοσμική μας μοίρα Ακριβώς γιατί η παράδοση σηματοδοτεί την ασέβεια στην αιωνιότητα, χάρισμά μας από τον ίδιο Θεό
Κάπου, κάποτε, για όλους θα είναι ΙΔΙΟΣ .

Aγαπημένη μου ψυχή, διασπάστηκα ΄Ενιωσα να σχίζεται η καρδιά μου σε δύο κομμάτια. Δεν ήξερα ποιο από τα δύο να αγκαλιάσω Ποιο από τα δύο να φροντίσω
Πρέπει να πάω στον Μεγάλο Ιερέα
Μα δεν μπορούσα
Ένας αετός πέταξε προς το μέρος μου Πήρε το ένα κομμάτι της καρδιάς μου και ανέβηκε ψηλά, τον έχασα!
Ω αγαπημένη μου ψυχή, πως θα σ αγαπώ τώρα με «μισή» καρδιά?
΄Ένα λιοντάρι με πλησίασε Πήρε το άλλο κομμάτι της καρδιάς μου και άρχισε να τρέχει το έχασα!
Ω αγαπημένη μου ψυχή, πως θα μ αγαπάς τώρα «χωρίς» καρδιά?
’ρχισα να προχωράω και από όπου περνούσα όλα «εξαφανίζονταν» έγιναν μια τεράστια έρημος! Ατέλειωτος ορίζοντας με άμμο
Κουράστηκα να προχωράω δεν βλέπω τέλος, ούτε αρχή Δεν νιώθω τον Βορά ούτε τον Νότο, ο ήλιος δεν μπορεί να μου δείξει τον δρόμο, γιατί δεν δύει Δεν ξέρω, δεν αναγνωρίζω, χάθηκα Α, Μεγάλε Ιερέα, πόσο ευλογημένο είναι το σκοτάδι Μα πώς να το νιώσω, χωρίς καρδιά?
Ξάπλωσα στην άμμο, με το πρόσωπο πάνω της Δεν ένιωσα την ανάσα της. Δεν ζούσε δεν ανέπνεε ήμουν μόνη μου! Α, Μεγάλε Ιερέα, πόσο ευλογημένη είναι η ανάσα Μα πώς να την νιώσω, χωρίς καρδιά?
«Που βρίσκεσαι?»
«Ω Μεγάλε Ιερέα ήρθες στην έρημο βρίσκομαι Δες με!»
«Πώς να σε δω, «χωρίς ανάσα»?»
«Να, άκουσέ με, εδώ είμαι, κάτω από τον ήλιο»
«Πώς να σε ακούσω, χωρίς σκοτάδι?»
«Μου πήραν την καρδιά, Μεγάλε Ιερέα »
«Τότε, δεν μπορείς να με αγαπάς »
«΄Όχι, σ αγαπώ, σ αγαπώ, δεν άλλαξε τίποτα!!!»
«Με τι με αγαπάς? Αφού σου πήραν την καρδιά, λες »
«Ω Μεγάλε Ιερέα έχω τώρα την δική σου!»
«Και τι θα την κάνεις?»
Σηκώθηκα και άπλωσα τα χέρια στην άμμο
«Να, την βάζω στην άμμο για να αναπνέει »
«Φτάνει?»
Σηκώθηκα κι άπλωσα τα χέρια στον ήλιο
«Να, την βάζω στον ήλιο για να δύσει »
«Φτάνει?»
Σηκώθηκα και ακούμπησα στο μέρος της καρδιάς μου
«Να, την βάζω στο άπειρο, γιατί εκεί ανήκει »
Και τότε αγαπημένή μου ψυχή σε είδα ξανά Δίπλα σου ο αετός και το λιοντάρι
Μου έφερες πίσω την καρδιά μου
Μα δεν την χρειάζομαι πια για να σ αγαπώ!
Δεν την χρειάζομαι πια για να μ αγαπάς!
Το άπειρο χτυπάει μέσα μας ΄Ιδιος χτύπος, ίδια ανάσα
Εσύ και εγώ στην αιωνιότητα
