
Ο ΜΙΛΟΥ ΤΟΝ ΜΑΗ
MILOU EN MAI
του Λουί Μαλ
με τους Μίου Μίου, Μισέλ Πικολί, Μισέλ Ντισοσού, Μπρούνο Καρέτ, Πολέτ Ντιμπόστ, Αριέτ Βαλτέρ, Μαρτίν Γκοτιέ
Υπόθεση:
Ο Μιλού δεν έχει αφήσει ποτέ το πατρικό του σπίτι, παρότι έχει πατήσει τα εξήντα. Η μητέρα του, με την οποία ζουν μαζί, πεθαίνει τη στιγμή που ξεσπά ο Μάης του ʽ68 στο Παρίσι. Όλη η οικογένεια μαζεύεται στο εξοχικό για την κηδεία, η οποία γίνεται με φόντο τα γεγονότα. Ο αδερφός του Μιλού, ανταποκριτής της Le Monde στο Λονδίνο, ο οποίος περνάει την περισσότερη ώρα στο ράδιο. Μια ανιψιά, η οποία ενδιαφέρεται για το σπίτι και ένα δαχτυλίδι της γιαγιάς που το έχει η ξαδέλφη της, Καμίγ, κόρη του Μιλού. Ένας οδηγός φορτηγού, ο οποίος μεταφέρει ντομάτες και δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το Παρίσι λόγω των γεγονότων, φτάνει με τον ανιψιό του Μιλού, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Ο καθένας φτάνει στο εξοχικό με τις δικές του έγνοιες, αλλά, προοδευτικά, είναι η άνοιξη στην εξοχή αυτή που θα κυριαρχήσει, χαλαρώνοντας τους πάντες, ακόμη κι όταν η κηδεία αναβληθεί γιατί ο κληρικός της περιοχής απεργεί...
Μία εξέχουσα ιδιομορφία της προσέγγισης των γεγονότων του Μάη του ʼ68 από τον Μαλ έγκειται στην τοποθέτηση τους αφενός σε πρωταγωνιστικό ρόλο οδηγού και καταλύτη των εξελίξεων, αφετέρου σε ένα πεδίο αόρατο και μακρινό, σαν ακαθόριστος βόμβος που αντηχεί στα αυτιά των ηρώων, μεταβάλλοντάς και επηρεάζοντάς τους. Δια του λόγου το αληθές, η πλοκή σκοπίμως τοποθετείται πολύ μακριά από τους φλεγόμενους παρισινούς δρόμους, στην επαρχιακή περιοχή του Μπορντό, όπου ένας θάνατος θα αποτελέσει την αφορμή για μία οικογενειακή συνάθροιση. Σταδιακά, όλοι οι πρωταγωνιστές ενός μικρού και φαινομενικά ασήμαντου δράματος θα πρέπει να έρθουν αρχικά αντιμέτωποι και έπειτα να πάρουν θέση ενώπιον ενός ευρύτερου δράματος, το οποίο ξάφνου τους περικυκλώνει και τους ζητά να διατυπώσουν άποψη. Η κυριότερη δίοδος επικοινωνίας με το απροσδιόριστο, ενίοτε απειλητικό ενίοτε σαγηνευτικό, «εκεί» με το εμβρόντητο «εδώ» είναι το ραδιόφωνο, το οποίο λειτουργεί ως πύλη και δίοδος προς έναν άλλο κόσμο, τόσο μακρινό μα και τόσο κοντινό ταυτόχρονα. Ένα παζλ που αποτελείται από χιλιάδες κομμάτια έχει ανάγκη και από τα πιο απομακρυσμένα και «αδιάφορα» για να συμπληρωθεί. Κανείς δεν ξεφεύγει από τη συγκυρία, κανείς δεν μπορεί να σωπάσει όταν η ιστορία ανοίγει συζήτηση μαζί του, όσο κι αν το επιδιώξει.
Η απόσταση μοιάζει ολοένα να εκμηδενίζεται, η νέα αυτή πραγματικότητα φαίνεται να βαδίζει με βήμα ταχύ για να προϋπαντήσει τους σαστισμένους ήρωες μας και προοδευτικά οικοδομείται μία εξοικείωση, μια αποδαιμονοποίηση. Την αρχική απειλή, το ασαφές χάος, την αναμετάδοση και τις συγκεχυμένες πληροφορίες και φήμες, διαδέχεται μία αυτόπτης και αυτήκοος μαρτυρία. Ο, υπερβολικά πρώιμα, αποστρατευθείς και αυτοπαρασημοφορημένος επαναστάτης αναρρώνει από τα επιφανειακά του τραύματα και απολαμβάνει λαίμαργα τη θαλπωρή και τη δόξα του βετεράνου. Επιβεβαιώνει πως συμβαίνουν αλλόκοτα, πρωτοφανή και συγκλονιστικά πράγματα «εκεί» αλλά προς το παρόν προτιμά να αναπαυτεί στις «εδώ» δάφνες του. Εύλογα λοιπόν, αγγίζουμε τη στιγμή της κορύφωσης. Μέσα στην λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια της ανοιξιάτικης φύσης, μακριά από το σπίτι που αποπνέει επιφυλακτικότητα και μυρίζει θάνατο, όλα θα μοιάσουν για λίγο εντελώς φυσιολογικά (μία λέξη που διόλου τυχαία έχει ως ετυμολογική ρίζα τη λέξη «φύση»). Η απελευθέρωση από κάθε είδους δεσμά, η ύμνηση του έρωτα, η αποτίναξη κάθε καταπιεστικού κοινωνικού ζυγού, η ευφορία και η χαλαρότητα, η αισιοδοξία και το τραγούδι. Ο φόβος όμως φυλάει τα έρμα και η νέα τροπή πραγμάτων θα διαλύσει κάθε ουτοπική παραίσθηση, θα σβήσει μονοκονδυλιά κάθε ρηξικέλευθο τσιτάτο.
Σε μία εξόχως απότομη και βίαιη στροφή, η απόλυτη μικροαστική υστερία θα κινεί πλέον τα νήματα, το φως θα αντικατασταθεί από το σκοτάδι και οι άνθρωποι από τραγελαφικές καρικατούρες που παίρνουν τα βουνά για να σωθούν από μία ακατονόμαστη απειλή, αλλά υπεράνω όλων από το δικό τους πανικό μπροστά σε αυτό που κόντεψε να συμβεί. Όταν ο, ως συνήθως εξωφρενικά έξοχος, Μισέλ Πικολί χορέψει τον τελευταίο χορό με το φάντασμα της μητέρας του, θα χορέψει στην ουσία με το φάντασμα της ελευθερίας, για να θυμηθούμε μία ακόμη φορά τον
Μπουνιουέλ. Οι δρόμοι έχουν ανοίξει, οι φωτιές έχουν σβήσει και ο καθείς θα πάρει απρόσκοπτα και ανεμπόδιστα τον προκαθορισμένο και επαναλαμβανόμενο προορισμό του.
http://www.myfilm.gr/7951