Ποιητικά έργα, στίχοι
Όμορφα!!

Η πληγωμένη καρδιά μπορεί να Ερωτευθεί
Η προστατευμένη καρδιά δεν μπορεί
Πολέμα και Οραματίσου.

Reiki Center - Ρεικι
Η προστατευμένη καρδιά δεν μπορεί
Πολέμα και Οραματίσου.
Reiki Center - Ρεικι
Το μονόγραμμα
Θά πενθώ πάντα -- μακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τάλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν νανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απτίς ξερολιθιές,πίσω άπτούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σαγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές σταχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σέχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ ταστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σαγαπώ καί σαγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τουρανού με τάστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ναγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απαλλού φερμένο
Δέν ταντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μακούς
Είμεγώ,μακούς
Σαγαπώ,μακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μακούς
Πού μαφήνεις,πού πάς καί ποιός,μακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απτούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θάρθει μέρα,μακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα , μακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται νανθίσει αλλιώς,μακούς
Σάλλη γή,σάλλο αστέρι,μακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σάλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
’κου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμεγώ πού φωνάζω κι είμεγώ πού κλαίω,μακούς
Σαγαπώ,σαγαπώ,μακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μαντάρτες απόμαχους
Από τί νάναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νάρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη ταψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σόλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τάλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα νόλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλαυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μέςαπτό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σέχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νάχει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο νακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τάσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμεγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στάπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
Θά πενθώ πάντα -- μακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τάλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν νανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απτίς ξερολιθιές,πίσω άπτούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σαγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές σταχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σέχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ ταστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σαγαπώ καί σαγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τουρανού με τάστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ναγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απαλλού φερμένο
Δέν ταντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μακούς
Είμεγώ,μακούς
Σαγαπώ,μακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μακούς
Πού μαφήνεις,πού πάς καί ποιός,μακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απτούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θάρθει μέρα,μακούς
Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα , μακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται νανθίσει αλλιώς,μακούς
Σάλλη γή,σάλλο αστέρι,μακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σάλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
’κου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμεγώ πού φωνάζω κι είμεγώ πού κλαίω,μακούς
Σαγαπώ,σαγαπώ,μακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μαντάρτες απόμαχους
Από τί νάναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νάρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη ταψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σόλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τάλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα νόλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλαυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μέςαπτό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σέχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νάχει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο νακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τάσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμεγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στάπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>
I have loved the stars too fondly to be fearful of the night...

H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι
...Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απαλλού φερμένο
Δέν ταντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μακούς
οι αγαπημένοι μου στίχοι από το Μονόγραμμα..
Πολέμα και Οραματίσου
Σ αγαπώ κι αγαπώντας σε,σε περιέχω - Μάρω Βαμβουνάκη
Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.
Είμαι ήσυχη και κίνδυνο δεν έχω.
Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη,
το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα
ν' αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.
Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματος
που δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο.
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Θα σ' αγαπώ τόσο που δεν θα σ' απαιτώ δικό μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ
από το καλά σου.
Ακόμα κι αν κοντά σε άλλην είσαι καλά, εγώ πάλι θα χαίρομαι
όπως να ήσουν μαζί μου.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το "σ' αγαπώ" μου που δεν έχει ανάγκη
καμιά ούτε καν γι ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει
με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες, να τ' ακούς.
Φτάνει να το θες.
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι,
είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα
κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλέ μου μου δίδαξες σκληρά την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός,
να σ' απαιτεί, να σε διεκδικεί.
Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων,
δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος
γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Όχι καλέ μου , εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.
Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε,
τα πράγματα μεταλλάζονται κι εγώ τώρα μεταλλάζω
τον απάνθρωπο έρωτά μου σ' αγάπη φιλάνθρωπη.
Δε θέλω να μιλώ άλλο για μένα.
Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει
το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δε φυλακίζεται.
Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ' αγαπώ πια τόσο που δεν σ' έχω ανάγκη.
Σ' αγαπώ τόσο που σ' απαλάσσω από μένα.
Σ' αγαπώ αληθινά και δε σε φοβάμαι!
Αρχίζω να εμπιστεύομαι τη ζωή και να μην έχω αγωνία.
Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα.
Μ' ενοχλούν.
Μπορώ πια να σωπάσω.
’ργησα αρκετά ίσως... Αλλά όλο και κάτι μαθαίνω τελικά... Συγνώμη για όλα μου τα λάθη...

Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.
Είμαι ήσυχη και κίνδυνο δεν έχω.
Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη,
το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα
ν' αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.
Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματος
που δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο.
Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα!
Και θα λυτρωθώ από σένα αγαπώντας σε περισσότερο,
με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περίσσια.
Θα σ' αγαπώ τόσο που δεν θα σ' απαιτώ δικό μου.
Να είσαι μόνο καλά εσύ χωρίς να ψάχνομαι πόσο καλά είμαι εγώ
από το καλά σου.
Ακόμα κι αν κοντά σε άλλην είσαι καλά, εγώ πάλι θα χαίρομαι
όπως να ήσουν μαζί μου.
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια.
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το "σ' αγαπώ" μου που δεν έχει ανάγκη
καμιά ούτε καν γι ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει
με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο,
θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς, όποτε θες, να τ' ακούς.
Φτάνει να το θες.
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι,
είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι.
Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα
κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους.
Εσύ καλέ μου μου δίδαξες σκληρά την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο.
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωϊσμός,
να σ' απαιτεί, να σε διεκδικεί.
Η αγάπη δεν είναι κατά περίσταση, η αγάπη είναι άνευ όρων,
δεν παζαρεύει δούναι και λαβείν, η αγάπη είναι έξοδος
γιατί το εγώ το κάνει εσύ και σε λυτρώνει.
Όχι καλέ μου , εσύ δεν τελειώνεις, το τέλος σου δεν έχει τελειωμό.
Τα πράγματα δεν τελειώνουν έτσι εύκολα όπως το λέμε,
τα πράγματα μεταλλάζονται κι εγώ τώρα μεταλλάζω
τον απάνθρωπο έρωτά μου σ' αγάπη φιλάνθρωπη.
Δε θέλω να μιλώ άλλο για μένα.
Οι λέξεις είναι φυλακή, κατακρατούν τα δεύτερα και τους ξεφεύγει
το κύριο που πετά πέρα σαν ήχος καμπάνας που σε τίποτα δε φυλακίζεται.
Οι λέξεις ταριχεύουν το ζωντανό και δεν το αφήνουν να περπατήσει.
Σ' αγαπώ πια τόσο που δεν σ' έχω ανάγκη.
Σ' αγαπώ τόσο που σ' απαλάσσω από μένα.
Σ' αγαπώ αληθινά και δε σε φοβάμαι!
Αρχίζω να εμπιστεύομαι τη ζωή και να μην έχω αγωνία.
Ζωή δεν είπαμε πως είναι το άλλο όνομα της αλήθειας;
Οι λέξεις είναι ξένα σώματα.
Μ' ενοχλούν.
Μπορώ πια να σωπάσω.
’ργησα αρκετά ίσως... Αλλά όλο και κάτι μαθαίνω τελικά... Συγνώμη για όλα μου τα λάθη...
I have loved the stars too fondly to be fearful of the night...

Σοφία...

H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι

____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι