Μυθοι - Παραμυθια
- galazia_sfaira
- Δημοσιεύσεις: 10143
- Εγγραφή: 27 Απρ 2007 3:13 pm
- Τοποθεσία: Μυτιλήνη
- CHRYSSOULA
- Δημοσιεύσεις: 912
- Εγγραφή: 04 Σεπ 2008 9:43 pm
Γλυκιά μου Τζίλντα ο χρόνος στο παραμύθι δεν μετράει όπως στον γραμμικό χρόνο...... Τα 100 μαγεμένα χρόνια δεν άλλαξαν μορφικά την βασιλοπούλα άρα δεν υπήρξε πρόβλημα.Δηλαδη Χρυσουλίτσα αμα ξυπνησω μετα από 100 χρονια μπορει να βρω έναν πριγκηπα να με περιμενει 25 χρονών? ρωταω εγω........
Αν όμως κοιμίσεις την ψυχή σου για 100 χρόνια και μετά" ξυπνήσεις" τότε η έλξη της ψυχής έχει άλλο κραδασμό και φέρνει κοντά σου ανθρώπους που σε βλέπουν νέα, όμορφη αυτό που αληθινά εκπέμπεις. Τότε ναι μπορείς να έλξεις κάποιον 25 χρονών, όμως το ερώτημα είναι αν εσύ μετά το ανέβασμα της σεξουαλικότητας σου σε άλλα ύψη που πίστεψε με δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά που γνώριζες όντας κοιμισμένη θα τον θέλεις τον νεαρό ή η μεγάλη σου δίψα από μια τέτοια αναζωογόνηση θα σε κάνει να στραφείς προς αυτά τα άτομα άσχετα από ηλικία που θα κάνουν την δίψα όχι να ικανοποιηθεί αλλά να γίνει τεράστια που θα νοιώθεις ότι είσαι μια θάλασσα ζωτικής ενέργειας........
Για να μη το περιγράψω διαφορετικά γιατί θα πέσει....μπιπ...........

Η Ευγνωμοσύνη δονεί κάθε κύτταρο μου !!!
- galazia_sfaira
- Δημοσιεύσεις: 10143
- Εγγραφή: 27 Απρ 2007 3:13 pm
- Τοποθεσία: Μυτιλήνη
- CHRYSSOULA
- Δημοσιεύσεις: 912
- Εγγραφή: 04 Σεπ 2008 9:43 pm
http://www.youtube.com/watch?v=4Y_fCKfPPYE&feature=fvw
O ’νεμος (ινδιάνικο παραμύθι)
Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.
Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο ’νεμος και του είπε:
"Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου?"
"Όχι" του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,
"Πατέρα, αγαπάω τον ’νεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του?"
"Όχι", της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. "Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο ’νεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του."
Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιaπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον ’νεμο.
"Ο ’νεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκοδάσος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα", σκέφτηκε δυνατά.
Όμως ο ’νεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.
Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο ’νεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.
Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακρυά τους.
Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά. Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του.
Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας απο τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.
Τότε ο ’νεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του ’νεμου που τον άφησε αναίσθητο.
Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει.
Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό."Έλα μαζί μου," άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.
Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο ’νεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.
Ο ’νεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. "Ας αναποδογυρίσει", σκέφτηκε. "Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά." Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
"Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου", φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο ’νεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Όταν ο ’νεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.
"Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα" έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντισκηνά τους.
Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.
Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.
Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της ’νεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.
Ο ’νεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι ...

O ’νεμος (ινδιάνικο παραμύθι)
Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.
Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο ’νεμος και του είπε:
"Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου?"
"Όχι" του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,
"Πατέρα, αγαπάω τον ’νεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του?"
"Όχι", της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. "Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο ’νεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του."
Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα αδιaπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον ’νεμο.
"Ο ’νεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκοδάσος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα", σκέφτηκε δυνατά.
Όμως ο ’νεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.
Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο ’νεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.
Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακρυά τους.
Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά. Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την έκανε γυναίκα του.
Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας απο τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.
Τότε ο ’νεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του ’νεμου που τον άφησε αναίσθητο.
Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει.
Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό."Έλα μαζί μου," άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.
Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο ’νεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.
Ο ’νεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. "Ας αναποδογυρίσει", σκέφτηκε. "Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά." Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
"Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου", φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο ’νεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Όταν ο ’νεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.
"Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα" έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντισκηνά τους.
Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.
Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.
Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της ’νεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.
Ο ’νεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι ...



O Φοίνικας και η πέτρα (Αφρικάνικο παραμύθι)
Ήταν κάποτε ένας κακός άνθρωπος που τον έλεγαν Μπεν Σάντοκ. Η σκοτεινιασμένη του ψυχή δεν μπορούσε να χαρεί το καλό και το όμορφο. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις του κινούνταν σε τόσο σκοτεινές περιοχές, που οτιδήποτε ήταν όμορφο και υγιές δεν μπορούσε να το αντέξει. Μοναδική του χαρά ήταν το να καταστρέφει.
Κάποια μέρα περπατούσε σε μια όαση, όταν το κακό βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα τρυφερό φοινικόδεντρο, που ήταν ακόμη μικρό σε ηλικία και χαιρόταν που μεγάλωνε. Χαρούμενο κουνούσε τα φύλλα του με τον αέρα και απολάμβανε την ύπαρξή του.
Ο Μπεν Σάντοκ πήρε μια βαριά πέτρα και την έβαλε ακριβώς πάνω στην τρυφερή κορφή του νεαρού δέντρου και μετά συνέχισε το δρόμο του μ' ένα απαίσιο γέλιο.
Το φοινικόδεντρο στην αρχή έδειξε ότι βρίσκεται κάτω από δυνατή πίεση. Μετά τινάχτηκε κι έσκυψε προς όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να ρίξει από πάνω του την πέτρα. Όμως παρ' όλες του τις προσπάθειες δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, η πέτρα ήταν με πολλή δύναμη πιεσμένη πάνω στην κορφή του.
Ο νεαρός φοίνικας ηρέμησε και αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Για μερικές ημέρες και νύχτες ένιωθε σαν σε όνειρο. Μετά άρχισε να συγκεντρώνει αργά τις δυνάμεις του. Βύθισε βαθιά στη γη τις ρίζες του και ύψωσε την κορφή του προς τον ουρανό για να μπορέσει να κρατήσει την ισορροπία του. Μ' αυτό τον τρόπο οι ρίζες του έφτασαν στο βάθος της γης, σε υπόγεια νερά, που το δυνάμωσαν.
Με το φως του ήλιου μεγάλωνε η δύναμή του κι έτσι, έγινε ένα πραγματικά επιβλητικό δέντρο.
Ύστερα από χρόνια, ξαναπέρασε απ' την όαση ο Μπεν Σάντοκ για να χαρεί το έργο του. Φανταζόταν το ανάπηρο φυτό και γελούσε χαιρέκακα.`Αδικα όμως γύριζε μέσα στην όαση, ψάχνωντας για ένα κατεστραμμένο δεντράκι. Και τότε, ο ωραιότερος φοίνικας της όασης, έσκυψε την κορφή του, του έδειξε την πέτρα που ήταν μέσα στην καρδιά του και είπε με ήπια φωνή:
"Σ' ευχαριστώ Μπεν Σάντοκ, το βάρος που έβαλες επάνω μου με έκανε δυνατό".

Ήταν κάποτε ένας κακός άνθρωπος που τον έλεγαν Μπεν Σάντοκ. Η σκοτεινιασμένη του ψυχή δεν μπορούσε να χαρεί το καλό και το όμορφο. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις του κινούνταν σε τόσο σκοτεινές περιοχές, που οτιδήποτε ήταν όμορφο και υγιές δεν μπορούσε να το αντέξει. Μοναδική του χαρά ήταν το να καταστρέφει.
Κάποια μέρα περπατούσε σε μια όαση, όταν το κακό βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα τρυφερό φοινικόδεντρο, που ήταν ακόμη μικρό σε ηλικία και χαιρόταν που μεγάλωνε. Χαρούμενο κουνούσε τα φύλλα του με τον αέρα και απολάμβανε την ύπαρξή του.
Ο Μπεν Σάντοκ πήρε μια βαριά πέτρα και την έβαλε ακριβώς πάνω στην τρυφερή κορφή του νεαρού δέντρου και μετά συνέχισε το δρόμο του μ' ένα απαίσιο γέλιο.
Το φοινικόδεντρο στην αρχή έδειξε ότι βρίσκεται κάτω από δυνατή πίεση. Μετά τινάχτηκε κι έσκυψε προς όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να ρίξει από πάνω του την πέτρα. Όμως παρ' όλες του τις προσπάθειες δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, η πέτρα ήταν με πολλή δύναμη πιεσμένη πάνω στην κορφή του.
Ο νεαρός φοίνικας ηρέμησε και αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Για μερικές ημέρες και νύχτες ένιωθε σαν σε όνειρο. Μετά άρχισε να συγκεντρώνει αργά τις δυνάμεις του. Βύθισε βαθιά στη γη τις ρίζες του και ύψωσε την κορφή του προς τον ουρανό για να μπορέσει να κρατήσει την ισορροπία του. Μ' αυτό τον τρόπο οι ρίζες του έφτασαν στο βάθος της γης, σε υπόγεια νερά, που το δυνάμωσαν.
Με το φως του ήλιου μεγάλωνε η δύναμή του κι έτσι, έγινε ένα πραγματικά επιβλητικό δέντρο.
Ύστερα από χρόνια, ξαναπέρασε απ' την όαση ο Μπεν Σάντοκ για να χαρεί το έργο του. Φανταζόταν το ανάπηρο φυτό και γελούσε χαιρέκακα.`Αδικα όμως γύριζε μέσα στην όαση, ψάχνωντας για ένα κατεστραμμένο δεντράκι. Και τότε, ο ωραιότερος φοίνικας της όασης, έσκυψε την κορφή του, του έδειξε την πέτρα που ήταν μέσα στην καρδιά του και είπε με ήπια φωνή:
"Σ' ευχαριστώ Μπεν Σάντοκ, το βάρος που έβαλες επάνω μου με έκανε δυνατό".



- margaritarenia
- Δημοσιεύσεις: 17152
- Εγγραφή: 04 Μάιος 2007 4:02 pm




Απόφαση να μην επιτρέψω σε κανεναν να με εκπλήξει. Ο μονος που εχει αυτο το δικαίωμα είναι ο Εαυτος μου και ο Θεος μεσα μου
https://m.youtube.com/watch?v=3YDz-ftqr1g#dialog

https://m.youtube.com/watch?v=3YDz-ftqr1g#dialog
To αστέρι του Βορρά(Ινδιάνικος μύθος)
Σε μια πάρα πολύ μακρινή εποχή, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα πολύ νέος, οι ’νθρωποι του Ουρανού ήταν τόσο ανήσυχοι και ταξίδευαν τόσο πολύ που άφηναν τα ίχνη τους στον ουρανό.
Στην εποχή μας αν κοιτάξουμε τον ουρανό σ' όλη τη διάρκεια της νύχτας μπορούμε να δούμε πια πορεία ακολούθησαν.
Όμως ένα αστέρι δεν ταξιδεύει. Αυτό είναι το ’στρο του Βορρά. Δεν μπορεί να μετακινηθεί. Παλιά όταν βρίσκονταν στη Γη είχε το όνομα Na-gah, το βουνίσιο πρόβατο, ο γιος του Shinoh. Ήταν γενναίος, τολμηρός και θαρραλέος.
Ο πατέρας του δε, ήταν τόσο περήφανος και αγαπούσε τόσο πολύ τον γιο του, που του κρέμασε μεγάλα σκουλαρίκια και από τις δυο πλευρές του κεφαλιού του για να φαίνεται αξιοσέβαστος και μεγαλοπρεπής. Κάθε μέρα ο Na-gah σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε. Κυνηγούσε τα πιο ψηλά βουνά, τα σκαρφάλωνε, ζούσε πάνω τους και ήταν ευτυχισμένος.
Κάποια φορά βρήκε μια πολύ υψηλή κορφή. Οι πλαγιές της ήταν απότομες και λείες, με την κορφή να φτάνει ως τα σύννεφα . Ο Na-gah κοίταξε προς τα πάνω και είπε:
"Αναρωτιέμαι τι να υπάρχει εκεί πάνω. Θα σκαρφαλώσω ως το πιο ψηλό σημείο"
Το βουνό αυτό όμως τον δυσκόλεψε πολύ γιατί δεν έβρισκε μια χαραμάδα για να γραπωθεί.
Τελικά βρήκε μια μεγάλη ρωγμή σε ένα βράχο, μπήκε μέσα και άρχισε να ανεβαίνει. Το περιβάλλον ήταν τόσο σκοτεινό και τρομαχτικό που ο Na-gah για πρώτη φορά στη ζωή του φοβήθηκε, αλλά συνέχισε την πορεία του.
Μετά από πολύ προσπάθεια και κούραση είδε ένα αμυδρό φως, σημάδι ότι κόντευε στην έξοδο.
"Τώρα είμαι χαρούμενος," φώναξε. "Χαίρομαι που ανέβηκα από την σκοτεινή τρύπα."
Κοιτάζοντας γύρω του έμεινε άναυδος από το θέαμα, γιατί διαπίστωσε ότι ήταν πάνω σε μια κορφή, τόσο στενή που με δυσκολία μπορούσε να στρίψει και τόσο ψηλή που ζαλιζόταν. Δεν μπορούσε να μετακινηθεί και έτσι άρχισε να μονολογεί:
"Εδώ θα μείνω μέχρι να πεθάνω," είπε. "Ανέβηκα όμως στο βουνό μου!"
Όταν τον είδε ο πατέρας του τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε ένα αστέρι που θα μπορούσαν όλοι να το δουν.
Έτσι ο Na-gah έγινε το άστρο που κάθε άνθρωπος μπορεί να δει. Είναι το μόνο άστρο που δεν αλλάζει θέση τη νύχτα.
Γι αυτό αποκαλείται "το Σταθερό Αστέρι". Και επειδή πάντοτε δείχνει προς την πραγματική κατεύθυνση του Βορρά, καλείται και "το ’στρο του Βορρά".
Εκτός από τον Na-gah υπάρχουν και άλλα βουνίσια πρόβατα στον ουρανό. Είναι η "Μικρή ’ρκτος" και η "Μεγάλη ’ρκτος". Και αυτές βρήκαν το μεγάλο βουνό που τους κάλεσε στην περιπέτεια.
Είδαν τον Na-gah στην κορφή και θέλησαν να τον φτάσουν.
Έτσι ο Shinoh, ο πατέρας του Πολικού Αστέρα, τα μετέτρεψε σε άστρα που στον ουρανό φαίνονται να βρίσκονται στους πρόποδες του μεγάλου βουνού.
Αυτά πάντα ταξιδεύουν. Στριφογυρίζουν γύρω απ' το βουνό προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή..

Σε μια πάρα πολύ μακρινή εποχή, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα πολύ νέος, οι ’νθρωποι του Ουρανού ήταν τόσο ανήσυχοι και ταξίδευαν τόσο πολύ που άφηναν τα ίχνη τους στον ουρανό.
Στην εποχή μας αν κοιτάξουμε τον ουρανό σ' όλη τη διάρκεια της νύχτας μπορούμε να δούμε πια πορεία ακολούθησαν.
Όμως ένα αστέρι δεν ταξιδεύει. Αυτό είναι το ’στρο του Βορρά. Δεν μπορεί να μετακινηθεί. Παλιά όταν βρίσκονταν στη Γη είχε το όνομα Na-gah, το βουνίσιο πρόβατο, ο γιος του Shinoh. Ήταν γενναίος, τολμηρός και θαρραλέος.
Ο πατέρας του δε, ήταν τόσο περήφανος και αγαπούσε τόσο πολύ τον γιο του, που του κρέμασε μεγάλα σκουλαρίκια και από τις δυο πλευρές του κεφαλιού του για να φαίνεται αξιοσέβαστος και μεγαλοπρεπής. Κάθε μέρα ο Na-gah σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε. Κυνηγούσε τα πιο ψηλά βουνά, τα σκαρφάλωνε, ζούσε πάνω τους και ήταν ευτυχισμένος.
Κάποια φορά βρήκε μια πολύ υψηλή κορφή. Οι πλαγιές της ήταν απότομες και λείες, με την κορφή να φτάνει ως τα σύννεφα . Ο Na-gah κοίταξε προς τα πάνω και είπε:
"Αναρωτιέμαι τι να υπάρχει εκεί πάνω. Θα σκαρφαλώσω ως το πιο ψηλό σημείο"
Το βουνό αυτό όμως τον δυσκόλεψε πολύ γιατί δεν έβρισκε μια χαραμάδα για να γραπωθεί.
Τελικά βρήκε μια μεγάλη ρωγμή σε ένα βράχο, μπήκε μέσα και άρχισε να ανεβαίνει. Το περιβάλλον ήταν τόσο σκοτεινό και τρομαχτικό που ο Na-gah για πρώτη φορά στη ζωή του φοβήθηκε, αλλά συνέχισε την πορεία του.
Μετά από πολύ προσπάθεια και κούραση είδε ένα αμυδρό φως, σημάδι ότι κόντευε στην έξοδο.
"Τώρα είμαι χαρούμενος," φώναξε. "Χαίρομαι που ανέβηκα από την σκοτεινή τρύπα."
Κοιτάζοντας γύρω του έμεινε άναυδος από το θέαμα, γιατί διαπίστωσε ότι ήταν πάνω σε μια κορφή, τόσο στενή που με δυσκολία μπορούσε να στρίψει και τόσο ψηλή που ζαλιζόταν. Δεν μπορούσε να μετακινηθεί και έτσι άρχισε να μονολογεί:
"Εδώ θα μείνω μέχρι να πεθάνω," είπε. "Ανέβηκα όμως στο βουνό μου!"
Όταν τον είδε ο πατέρας του τον λυπήθηκε και τον μεταμόρφωσε σε ένα αστέρι που θα μπορούσαν όλοι να το δουν.
Έτσι ο Na-gah έγινε το άστρο που κάθε άνθρωπος μπορεί να δει. Είναι το μόνο άστρο που δεν αλλάζει θέση τη νύχτα.
Γι αυτό αποκαλείται "το Σταθερό Αστέρι". Και επειδή πάντοτε δείχνει προς την πραγματική κατεύθυνση του Βορρά, καλείται και "το ’στρο του Βορρά".
Εκτός από τον Na-gah υπάρχουν και άλλα βουνίσια πρόβατα στον ουρανό. Είναι η "Μικρή ’ρκτος" και η "Μεγάλη ’ρκτος". Και αυτές βρήκαν το μεγάλο βουνό που τους κάλεσε στην περιπέτεια.
Είδαν τον Na-gah στην κορφή και θέλησαν να τον φτάσουν.
Έτσι ο Shinoh, ο πατέρας του Πολικού Αστέρα, τα μετέτρεψε σε άστρα που στον ουρανό φαίνονται να βρίσκονται στους πρόποδες του μεγάλου βουνού.
Αυτά πάντα ταξιδεύουν. Στριφογυρίζουν γύρω απ' το βουνό προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή..


