Φιγούρα αέρινη, χρυσή,
γεμάτη χάρη και ομορφία,
μέσα στης πόλης τη βοή,
πλανάται μέσα στα στενά.
Χάρτινα φτερά στους ώμους
και μ’ένα φως για οδηγό,
ψάχνει ΄κείνους τους ανθρώπους,
με ανοιχτό ωκεανό...
Μές στο βυθό τους να χαθεί,
κολύμπι να τους μάθει,
εμπιστοσύνη τι θα πει,
σεβασμό να τους διδάξει...
Νέα μέρα ξημερώνει,
γεμάτη ήλιο και πνοή,
λιώνει της καρδιάς το χιόνι,
ξεκινάνε απ΄την αρχή.
Κι αν έρθει πάλι η βροχή,
και πυκνώσει η ομίχλη,
η αγκαλιά θα μουσκευτεί,
κάποιο δάκρυ θα κυλήσει...
Μα εκείνη θα ‘ναι πάντα εκεί,
τι κι αν μουσκέψαν τα φτερά,
η λάμψη θα ακτινοβολεί
και θα ξαναρθει η χαρά!
Άσε λοιπόν μία σχισμή,
να μπορέσει να περάσει,
στον ώμο να ξεκουραστεί
αγάπη για να σε διδάξει.
Μπες λοιπόν στο παραμύθι,
έλα και σώσε το παίδί,
άνοιξε το παραθύρι,
πέταξε τώρα σαν πουλί!
Δες των αστεριών τη σκόνη,
ταξιδεύει μες στην ψυχή,
μύρισε την ανεμώνη,
σώζει του κόσμου την πληγη...(!)
