Μυθοι - Παραμυθια

Άβαταρ μέλους
ΙΩΑΝΝΑ
Δημοσιεύσεις: 15907
Εγγραφή: 25 Οκτ 2009 7:29 pm
Τοποθεσία: θεσσαλονικη

Δημοσίευση από ΙΩΑΝΝΑ »

ύπνος κι αυτός...100 χρόνια...!! Κάτι με έκπτωση δεν βρίσκεται στην κυρά μάγισσα?
_________________
το χιουμορ σου με στελνει βασω......πολυ καλοοοοοοοοοοο =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =)) =))
Άβαταρ μέλους
ΙΩΑΝΝΑ
Δημοσιεύσεις: 15907
Εγγραφή: 25 Οκτ 2009 7:29 pm
Τοποθεσία: θεσσαλονικη

Δημοσίευση από ΙΩΑΝΝΑ »

μπραβω βρε ελλακι μου!!!ειμαι αθεραπευτα ρομαντικη και φαν των μυθον και των παραμυθιον. ^:)^ ^:)^ :x :x :x @};- @};- @};- >:d< >:d< >:d<
ELLI
Δημοσιεύσεις: 1469
Εγγραφή: 15 Φεβ 2009 3:49 pm
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Δημοσίευση από ELLI »

Tο κοριτσάκι με τα σπίρτα


'Eπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.

Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.

Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.

'Oμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.

Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.

Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Eμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.

Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Eνα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Eμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.

Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.

'Aναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.

Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλήσε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Aναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.

'Oλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Eνα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «'Oταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»

Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».

«'Oταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!

@};- @};- @};-
Nαταλία-Νεφέλη

Δημοσίευση από Nαταλία-Νεφέλη »

Πω πω!! Ελλη με ταξίδεψες πάλι!! Η παραμονή Χριστουγέννων ενώ περιμέναμε να πάει 11 για να πάμε στην λειτουργία, η γιαγιά μας έλεγε παραμύθια για να περάσει η ώρα !! Πόσο το νοστάλγησα αυτό!! Κι εσύ τώρα αυτό έκανες! Περιμένω να περάσει η ώρα για την νυχτερινή λειτουργία και να που άνοιξα το φόρουμ και είδα το παραμυθάκι σου!!!
ELLI
Δημοσιεύσεις: 1469
Εγγραφή: 15 Φεβ 2009 3:49 pm
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Δημοσίευση από ELLI »

Ο ΕΝΤΙ ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΜΕ ΤΗ ΜΠΛΕ ΜΥΤΗ

Ο ‘Eντι το ελαφάκι καθόταν όλη μέρα σπίτι του.

Δε μπορούσε ούτε να παίξει ούτε να δουλέψει. Ήταν αποθαρρυμένος και ενοχλημένος. Αυτό το θλιμμένο νεαρό ελαφάκι ήταν άνεργο !!! Είχε πολλές συνεντεύξεις για δουλειά αλλά όλες πάντα κατέληγαν με άσχημο τρόπο. Θα πήγαινε, αλλά θα έλεγαν «Συγνώμη αλλά δεν προσλαμβάνουμε ελαφάκια σήμερα». Ο ‘Eντι έκλαιγε και έλεγε «Μα ποιος είναι ο σκοπός; Η ζωή μου είναι γεμάτη από ελαφίσιες προσβολές». :-( :-( Η μαμά του έλεγε «Δεν έχεις καμία δικαιολογία να κοιμάσαι όλη μέρα σαν τεμπέλικο ελάφι!! Αυτό δεν είναι θέμα διακρίσεων αλλά θέμα αποφασιστικότητας. Κράτα λοιπόν τώρα ψηλά το κεφάλι και τα κέρατά σου, θα βρεις δουλειά, απλά προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε!!» O:-) O:-)

Και τότε έβγαλε την εφημερίδα από το συρτάρι και αφού έριξε μια ματιά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό, διαβάζοντας την παρακάτω αγγελία «Ζητείται ελάφι από τον ‘Aγιο Βασίλη». Και αμέσως τηλεφώνησε! Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο αναφώνησε «Ο ‘Aγιος Βασίλης ψάχνει 10 ελάφια επειγόντως!! Μου είπαν να πας αύριο στις 8 και να ξεκινήσεις υπάρχει πολύ δουλειά που πρέπει να γίνει και γι αυτό μην αργήσεις!!». :-? :-? :-?

Ο ‘Eντι λοιπόν χτένισε τη γούνα του πολύ καλά και γυάλισε ακόμη και τις οπλές του. Κατά τις 7 άρχισε να μαζεύεται πλήθος ελαφιών στο σπίτι του Αϊ Βασίλη, στην οδό Βορείου Πόλου. Ο ‘Eντι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν περιτριγυρισμένος από μικρούς τύπους. Είσαι τάρανδος; Τον ρωτούσαν όλοι «’Oχι, είμαι ελάφι!» απαντούσε περήφανα.:reindeer: :reindeer:

«Είσαι ελάφι ; και τι μπορείς να κάνεις;» ρώτησαν αμέσως. «θα κάνω ότι με θέλει ο Αϊ Βασίλης, ήρθα να δουλέψω για τον Αϊ Βασίλη, η μαμά μου μου διάβασε αυτήν την αγγελία και μου είπε ότι εμείς τα ελάφια είμαστε άκρως απαραίτητα!». «Μα το πρόβλημά σου είναι το μέγεθός σου, η αγγελία ήταν για μας τους μικρούληδες, μην ντραπείς που ήρθες γιατί τα ξωτικά και τα ελάφια ακούγονται το ίδιο! Αλλά και παρόλο που δεν είσαι ξωτικό θα πρέπει να πας και να μιλήσεις ο ίδιος στον Αϊ Βασίλη. Θα σε οδηγήσω εγώ σε αυτόν αμέσως, είμαι ένα από τα ξωτικά του, λέγε με Ρέι» είπε το μικρό ανθρωπάκι και προχώρησε μπροστά δείχνοντας στον ‘Eντι τον δρόμο για τον Αϊ Βασίλη.:santa: :santa:

Και μετά που ο Ρέι ενημέρωσε τον Αϊ Βασίλη για τον ‘Eντι, ο Αϊ Βασίλης κρυφογέλασε και είπε «χο, χο, χο. Πες στην μαμά σου ότι πρέπει να φοράει τα γυαλιά της όταν διαβάζει». Μετά τον ανέλαβε ένας τάρανδος και του είπε «μέχρι τότε θα σκεφτώ κάτι. Θα σε έχω στην λίστα με τους τάρανδους, και ίσως μάθεις να υπηρετείς ως αναπληρωματικός τάρανδος. Τώρα αν προσπαθήσεις, σου υπόσχομαι ότι θα μάθεις και να πετάς». :D :D

Μα έπεσε τόσες φορές! Κι όμως πολύ σύντομα έμαθε να πετά αρκετά καλά. Αλλά τα ελάφια, βλέπεις, είναι βαρύτερα, με κέρατα σαν κλαδιά δέντρου και έτσι ήταν κάπως αργός σε σύγκριση με την ταχύτητα που αναπτύσσουν οι τάρανδοι. Ναι, ο ‘Eντι ήταν λίγο αργός, οι βαριές οπλές του γλιστρούσαν στο χιόνι και μέσα από την σκεπή περνούσε μια οπλή. Ο τάρανδος δεν έδειχνε να νοιάζεται και είπε «Μπράβο, τα πας πολύ καλά, κρατήσου». Αλλά ο ‘Eντι σύντομα άρχισε να φοβάται. Δεν μπορείς να μετατρέψεις το ξωτικό σε ελάφι.:thumbsup: :thumbsup:

Ο Πράνσερ και ο ‘Eντι ήταν πολύ χαρούμενοι και έπαιζαν κάθε μέρα. ‘Eκαναν εξάσκηση σε απογειώσεις πολύ συχνά, σπινιάρανε και διπλώνανε και τινάζονταν και όσο και αν πετούσαν δεν τους ήταν αρκετό. Πέταξαν όμως και πάρα πολύ και ο ‘Eντι πάγωσε, τα αυτιά και το πρόσωπό του, η μύτη του και όλα επανήλθαν εκτός από την μύτη, που παρέμεινε μπλε παγωμένη. Και έγινε θέαμα για όλους αυτή η μπλε μύτη. Ήταν όμως και λαμπερή και αποτελούσε ένα όμορφο αξιόλογο φωτάκι. ‘Oποτε ο ‘Eντι ανοιγόκλεινε τα μάτια του, η μύτη του φώτιζε τον ουρανό. ‘Oλοι οι τάρανδοι ήρθαν να το δουν και χαίρονταν. :cheers: :cheers:

‘Oταν το είδε και ο Αϊ Βασίλης, προβληματίστηκε με την λάμψη της μύτης του ‘Eντι. Είπε στον Αϊ Βασίλη : «Θυμώσατε;» «όχι, χάρηκα» είπε ο Αϊ Βασίλης «Από δω και στο εξής θα είσαι το ελάφι αμέσου ανάγκης! Συγνώμη, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι μερικές φορές χάνουμε την διεύθυνση κάποιου ή ανακαλύπτω μετά την προσγείωση ότι πολλά παιδιά δεν είναι στην πόλη. Και αν έχουν μετακομίσει, ξέρεις κολλάμε και βρισκόμαστε σε άμεση ανάγκη. Γιατί για όποιον μετακομίσει ή είναι σε διακοπές σημαίνει ότι πρέπει να βρεις την νέα του τοποθεσία και να του παραδόσεις το δώρο του. Για όλα αυτά θα σε ενημερώνουμε εμείς έτσι ώστε να μην μένει κανείς παραπονεμένος. Πάντα χρειαζόμασταν κάποιον που να μπορεί να κάνει αυτές τις μεταφορές και τώρα έχουμε εσένα!! Διότι όσο τρέχουμε στο χιόνι και το δικό σου έλκηθρο θα είναι μαζί μας, όμως μόλις εγώ χτυπήσω το μαστίγιό μου δεν μπορώ να σταματήσω παρά μόνο στον επόμενο προορισμό. Οπότε εκεί θα γυρνάς εσύ. Θα καλύπτεις αυτά που χάνουμε, και η υπέροχη λαμπερή μπλε μύτη σου θα σε οδηγεί με ασφάλεια στο χιόνι. Και όσοι στον κόσμο θα βλέπουν αυτό το φως θα ξέρουν ότι είναι ο ‘Eντι με τη μπλε μύτη».:smurf: :smurf:

Και έτσι ο ‘Eντι τράβηξε και αυτός έλκηθρο με την βοήθεια του ξωτικού και φίλου του Ρέι και την μπλε μύτη του να αναβοσβήνει στον αέρα. Η μαμά του ‘Eντι γέμισε χαρά και περηφάνια, γιατί και δούλευε ο γιος της αλλά και για την δουλειά που έκανε. ‘Eτσι κοιτάει κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα έξω να δει κάθε φως που αναβοσβήνει και να το χαιρετήσει. [i]Και σκέφτεται πόσο τυχερή ήταν που βρήκε και διάβασε επίτηδες λάθος την αγγελία.[/i];) ;) ;)

‘Eτσι λοιπόν, να πάτε για ύπνο ήσυχα, όπου και να βρίσκεστε ακόμη και μακριά από το σπίτι , γιατί ο ‘Eντι με τη μπλε μύτη θα σας βρει και θα σας δώσει το δώρο σας!!

@};- @};- @};-
Άβαταρ μέλους
AMALIA
Δημοσιεύσεις: 21571
Εγγραφή: 13 Ιαν 2008 1:14 pm
Τοποθεσία: ΚΕΡΚΥΡΑ

Δημοσίευση από AMALIA »

@};- @};- @};-
Άβαταρ μέλους
ΙΩΑΝΝΑ
Δημοσιεύσεις: 15907
Εγγραφή: 25 Οκτ 2009 7:29 pm
Τοποθεσία: θεσσαλονικη

Δημοσίευση από ΙΩΑΝΝΑ »

@};- @};- @};- @};- @};- @};- @};-
Το ΦΩΣ η ΑΓΑΠΗ και η ΔΥΝΑΜΗ αποκαθησούν το σχέδιο πάνω στη γή

Πολέμα και Οραματίσου !!!
ELLI
Δημοσιεύσεις: 1469
Εγγραφή: 15 Φεβ 2009 3:49 pm
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Δημοσίευση από ELLI »

Το γεφύρι τ' ουρανού

Να ’μουνα ψηλός, να ’μουνα και μάγος! Έλεγε ο Γιαννιός καταμόναχος στου ποταμού την άκρια. Θε να ’στηνα γεφύρι να δέσω τον ουρανό με τη γης. Να περπατάω απάνω, να φτάσω τ’ άστρα, να γεμίζω φως τις χούφτες μου και να το κατεβάζω. Να το ρίχνω στ’ άσπρα μαλλιά της μάνας μου, να λάμπουνε σαν ασήμι.
Εκεί που το ’λεγε, να και βαίνει από το ποτάμι μια νεράιδα. Φόραγε πράσινο φουστάνι, διάφανο, και τα πόδια, τα χέρια κι η θωριά της μοιάζανε με κρίνα.
Του Γιαννιού του κόπηκε η μιλιά από το φόβο. Το ’χε δα ακουστά, πως οι ξωθιές παίρνουνε τη μιλιά των ανθρώπων. Μα η Νεράιδα του γέλασε και του είπε:
-Γεφύρι θες, Γιαννιό, να δένει τον ουρανό με τη γης; Μονάχος σου το φτιάνεις, μονάχος το χαλάς.
Ο Γιαννιός τα ’χασε. Έκανε να ρωτήσει τη νεράιδα, μα αυτή είχε κιόλας χαθεί μπροστά στη ρίζα της βελανιδιάς, που άπλωνε τον ίσκιο της στο ποτάμι. Ο Γιαννιός το κοίταξε. Κι όπως τρεμόπαιζε το φως απάνω στα ισκιωμένα νερά, αφήνοντας πού και πού άσπρες βούλες, του φάνηκε πως έβλεπε πλήθος μικρές, μικρούτσικες νεράιδες, που σαλεύανε τα κρινένια τους χέρια και τραγουδούσανε μ’ ασημένια φωνή:
-Μοναχός σου το φτιάνεις, μοναχός το χαλάς.
-Πώς γίνεται; Είπε φωναχτά ο Γιαννιός, για να σιγουρευτεί πως δεν έχασε τη μιλιά του.
Μ’ από κείνη την ώρα έχασε την όρεξή του. Δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να πιει. Μονάχα το γεφύρι είχε στο νου. Πήγαινε πρωί και βράδυ στο ποτάμι και φώναζε στις νεράιδες:
-Πώς γίνεται; Πώς γίνεται μονάχος να το φτιάχνω, μονάχος να το χαλώ το γεφύρι;
Κι άκουγε το ποτάμι που κυλούσε τραγουδιστά τα νερά του και τα δέντρα που σειούσανε τα φύλλα τους, κι έτσι, πάλι, τ’ άκουγε που του αποκρίνουνται:
-Μονάχος σου το φτιάνεις, μονάχος το χαλάς.
Η μάνα του τον έβλεπε που δεν είχε κέφι μήτε για παιχνίδι, μήτε για φαΐ, μήτε για γέλιο και του ’λεγε.
-Τι έχεις, Γιαννιό μου, και δεν τρως; Τι έχεις και δε γελάς και δεν παίζεις, όπως πρώτα;
-Τίποτα, μάνα. Θέλω μονάχα να στήσω γεφύρι, να δέσω τον ουρανό με τη γης, ν’ ανέβω στ’ άστρα και να γεμίσω τις φούχτες μου φως ν’ ασημώσω τα μαλλιά σου.
-Σε καλό σου, παιδί μου, είπε η μάνα του και τον αγκάλιασε να τον φιλήσει. Αυτά οι άνθρωποι δεν μπορούνε να τα κάνουνε. Κοίτα μονάχα μη χάσεις κάνα γίδι στη βοσκή.
-Μην έχεις φόβο για μένα, μάνα, μήτε για τα γίδια. Μ’ αν δε φτιάσω το γεφύρι, δε θα ’βρω ποτές μου ησυχία.
Κι όλο κιτρίνιζε από την αφαγιά και την πίκρα, να συλλογιέται τα λόγια της νεράιδας. Μια μέρα, κει που έπαιζε τη φλογέρα στο βουνό, βλέπει μπροστά του μια γριούλα.
-Ώρα καλή, παιδί μου.
-Καλώς την κυρούλα. Κάτσε ν’ αρμέξω τη γίδα να σου δώσω γάλα.
Σαν ήπιε το γάλα, η γριά είπε:
-Έχε την ευκή μου. Κι ό,τι λαχταράς να γίνει.
-Μα πώς να γίνει αυτό που λαχταρώ; Είπε ο Γιαννιός. Η μάνα μου λέει πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουνε τέτοια πράματα.
Και της είπε για το γεφύρι.
Η γριά γέλασε.
-’κουσε τα λόγια μου και δε θα χάσεις, του είπε. Το βράδυ, σα θα γυρίσεις στο σπίτι σου, να πας στη μάνα σου το πιο όμορφο αχλάδι που θα βρεις, να της γελάσεις γλυκά και να τη ρωτήσεις; Πώς τα πέρασες, μάνα; Και σα θ’ αρχίσει εκείνη να σου μιλά, να μην ξεκολλήσεις τα μάτια σου από τα δικά της.
-Καλά, κυρούλα, είπε ο Γιαννιός. Έτσι θα κάνω.
Βόσκησε τα γίδια του όλη μέρα, και σαν πήρε τον κατήφορο για να τα κλείσει στο μαντρί, έψαχνε με τα μάτια τις αγριαχλαδιές. Μα όλα τ’ αχλάδια που ’βλεπε, του φαινόντανε πράσινα, άγουρα και στυφά.
Είδε και μιαν αχλαδιά ξεμοναχιασμένη, φορτωμένη φρούτα. Αποπάνω της πετούσαν πουλιά. Κατεβαίνανε, τσιμπούσανε τ’ αχλάδια και πάλι φεύγανε.
-Μμ! Είπε ο Γιαννιός. Τούτη η αχλαδιά θα ’χει ώριμα αχλάδια.
Ανέβηκε στο δέντρο για να βρει το καλύτερο. Τ’ αγκάθια του τρυπούσαν πότε τα χέρια, πότε τα πόδια, μα ο Γιαννιός το σκοπό του. Δεν έβρισκε καλό αχλάδι, γιατί τα είχαν όλα τσιμπημένα τα πουλιά. Δοκίμασε να φάει, και τα βρήκε ώριμα και νόστιμα. Μα πώς να πάει στη μάνα του χαλασμένο αχλάδι; Κει που ψαχούλευε, ανάμεσα σε κάτι φύλλα, πήρε το μάτι του ένα αχλάδι γινωμένο, όμορφο και γερό. ’πλωσε να το κόψει, μα δεν μπορούσε. Το αχλάδι βαστούσε γερά.
-Για τη χαρά της μάνας μου θα σε κόψω, είπε ο Γιαννιός και τράβηξε δυνατά και με πείσμα το αχλάδι.
Αυτό βγ΄κε μονομιάς, σα να ’ταν ακουμπισμένο σε μπαμπάκια, κι ο Γιαννιός άκουσε να βγαίνει απ’ το δέντρο μια φωνή:
-Χαλάλι, αφού ’ναι για τη μάνα σου.
Ο Γιαννιός παραξενεύτηκε πολύ. Πήρε ωστόσο τ’ αχλάδι, το έβαλε στην τσέπη του κι έτρεξε να μαζέψει τα γίδια που είχανε σκορπίσει.
Σαν έκλεισε τα γίδια στο μαντρί, πήγε στη μάνα του κι έκανε όπως του είπε η γριά.
-Να ’χεις την ευκή μου, παιδάκι μου, είπε η μάνα του κι έσκυψε να φιλήσει τον Γιαννιό.
Κι αυτός είδε στα μάτια της ένα φως όμορφο και δυνατό, σαν τον ήλιο. Το φως πετάρισε μια στιγμή και χάθηκε.
Ο Γιαννιός απόμεινε συλλογισμένος. Μα η καρδιά του ήτανε πιο ήσυχη, πιο ξαλαφρωμένη, και γέλασε της μάνας του. Αυτή, που τον έβλεπε τόσες μέες πικραμένο, χάρηκε και πάλι είδε ο Γιαννιός στα μάτια της το ίδιο φως.
Την άλλη μέρα, κει που ’βοσκε ο Γιαννιός τα γίδια, ξαναπέρασε η γριά.
-Έκανες όπως σου είπα; τον ρώτησε.
-Ναι. Μα τι να τα κάνει η μάνα μου τ’ αχλάδια; Εγώ θέλω να φτιάξω το γεφύρι, να της ασημώσω τα μαλλιά με άστρινο φως.
-Ε! Τότε πήγαινέ της απόψε ένα λαγό.
-Καλά, θα της πάω, είπε ο Γιαννιός.
Παιδεύτηκε, παιδεύτηκε, ώσπου έπιασε ένα λαγό και τον πήγε. Πάλι χάρηκε η μάνα του και πάλι πετάρισε στα μάτια της το φως. Του Γιαννιού του φάνηκε πως, ετούτη τη φορά, έμοιαζε σαν αχτίνα.
Την Τρίτη μέρα, η γριά του είπε να πάει στην μάνα του ένα πουλί. Ο Γιαννιός κυνήγησε όλη τη μέρα, κουράστηκε, ίδρωσε, μα πήγε στη μάνα του το πουλί, γελαστός και χαρούμενος. Κι η αχτίνα στα μάτια της του φάνηκε ακόμα πιο μεγάλη.
Μα τι κακό ξαφνικά! Η αχτίνα σβήστηκε στα μάτια της μάνας, που σκοτεινιάσανε καθώς γύρισε και του είπε:
-Γιαννιό μου, την έβγαλες πια από το μυαλό σου την ιδέα να χτίσεις το γεφύρι;
Κάτι άστραψε μεμιάς μέσα στο μυαλό του Γιαννιού. Θυμήθηκε τα λόγια της νεράιδας: «Μονάχος σου το χτίζεις, μονάχος το χαλάς».
-Τούτο δω είναι το γεφύρι, είπε μέσα του.
Ρίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας του και της είπε:
-Το ’χτισα, μάνα, το γεφύρι μου. Το ’χτισα!
Η μάνα του σταυροκοπήθηκε, κι ο Γιαννιός έτρεξε στο ποτάμι. Το φεγγάρι γελούσε μέσα από τα φύλλα της βελανιδιάς. Οι ίσκιοι γλιστρούσανε στα νερά, που λάμπανε σα να ’τανε σπαρμένα μ’ αμέτρητα χρυσά πετράδια.
-Νεράιδα, καλή νεράιδα, φώναξε ο Γιαννιός. Δε θα το ξαναχαλάσω πια το γεφύρι μου.
Απ’ το ποτάμι ακούστηκε ένα γλυκό μουρμούρισμα, σα να γελούσανε χίλιες νεράιδες μαζί.
Σήκωσε ο Γιαννιός τα μάτια στον ουρανό. Κι είδε να ζυγιάζεται ψηλά, σ’ ένα χρυσό γεφύρι, η μάνα του. Τα μαλλιά της ήταν σαν ασήμι. Τα μάτια της λάμπανε σαν όλα τ’ άστρα. Και το φως του τύλιγε τον Γιαννιό και του έφερνε τόση χαρά, μα τόση χάρα!

@};- @};- @};-
Άβαταρ μέλους
Danielli
Site Admin
Δημοσιεύσεις: 23113
Εγγραφή: 31 Οκτ 2007 4:53 pm
Τοποθεσία: Κέρκυρα

Δημοσίευση από Danielli »

Ευχαριστώ Ελλη! :-( @};- >:d<
Όμως και θα στο πω, γιατί είναι βιωμένο, μέσα στην ανοιχτή καρδιά, αλλάζουν όλα και όλοι...
Γιατί η ανοιχτή καρδιά ξέρει να συγχωρεί και να προχωράει
Και αυτό από μόνο του είναι Σκοπός!
Άβαταρ μέλους
Giotoula
Δημοσιεύσεις: 12289
Εγγραφή: 10 Φεβ 2010 2:40 am

Δημοσίευση από Giotoula »

Πόσο όμορφο.... @};- @};-
Άβαταρ μέλους
Vasoula
Site Admin
Δημοσιεύσεις: 88508
Εγγραφή: 24 Απρ 2007 11:47 am
Τοποθεσία: Σείριος

Δημοσίευση από Vasoula »

:x :x :x :x
H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό

Εικόνα
____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι
Άβαταρ μέλους
ARTYADIS
Δημοσιεύσεις: 14369
Εγγραφή: 24 Μαρ 2009 12:36 pm
Τοποθεσία: Universe

Δημοσίευση από ARTYADIS »

@};- :x @};-
Όταν δεν υφίστανται κενά που χρειάζεται να συμπληρωθούν, τότε το να υπάρχεις απλώς σ' αυτόν τον κόσμο μέσα στο σώμα σου, είναι η υψηλότερη κατάκτηση!
________________
Πολέμα και Οραματίσου!
Άβαταρ μέλους
ΙΩΑΝΝΑ
Δημοσιεύσεις: 15907
Εγγραφή: 25 Οκτ 2009 7:29 pm
Τοποθεσία: θεσσαλονικη

Δημοσίευση από ΙΩΑΝΝΑ »

@};- @};- @};- :x :x :x
Το ΦΩΣ η ΑΓΑΠΗ και η ΔΥΝΑΜΗ αποκαθησούν το σχέδιο πάνω στη γή

Πολέμα και Οραματίσου !!!
Άβαταρ μέλους
AMALIA
Δημοσιεύσεις: 21571
Εγγραφή: 13 Ιαν 2008 1:14 pm
Τοποθεσία: ΚΕΡΚΥΡΑ

Δημοσίευση από AMALIA »

Υπεροχο!! :x :x >:d<
ELLI
Δημοσιεύσεις: 1469
Εγγραφή: 15 Φεβ 2009 3:49 pm
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Δημοσίευση από ELLI »

Όπου Έρωτας και Τρέλα

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες
οι αξίες του ανθρώπου.
Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί
ρώτησε:
'Τι είναι το κρυφτό;'
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να
καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν,
η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.
'Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου
ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος
άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν.
Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί.
Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί. ....1000,
μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.
Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά.
Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον 'ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν
καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο. Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη
αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον
κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου.
Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο
οδηγός του Έρωτα.
Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η
Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...

:D :D :x

Επιστροφή στο “ΑΛΛΑ ΘΕΜΑΤΑ”