’Αλντους Χάξλεϋ (Aldous Leonard Huxley
(26 Ιουλίου, 1894 22 Νοεμβρίου 1963).
’γγλος συγγραφέας, διηγηματογράφος και ποιητής, καθώς επίσης και συστηματικός ερευνητής στον χώρο της παραψυχολογίας και του φιλοσοφικού μυστικισμού. Γεννήθηκε στο Godalming του Surrey, τρίτος υιός του συγγραφέα, επιμελητή κειμένων, ποιητή και βοτανολόγου Λεονάρδου Χάξλεϋ (Leonard Huxley) και της Ιουλίας ’ρνολντ (Julia Arnold, ανεψιάς του συγγραφέα και ποιητή Μάθιου Aρνολντ), αδελφός του βιολόγου Ιουλιανού Χάξλεϋ (Julian Huxley) και εγγονός του επίσης διάσημου βιολόγου και εκλαϊκευτή της επιστήμη Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley, γνωστού ως «το μπουλντόγκ του Δαρβίνου»).
Μορφώθηκε από πολύ νωρίς μέσα στην μεγαλοαστική οικογένειά του και έπειτα στο σχολείο Hillside με άμεση παρακολούθηση από την μητέρα του, η οποία όμως πέθανε το 1908 όταν εκείνος ήταν 14 ετών. Ενώ συνέχιζε στις σπουδές του στο πρότυπο Eton College, κτυπήθηκε το 1911 από οφθαλμική ασθένεια («keratitis punctata») με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός για δύο περίπου χρόνια και στην συνέχεια διοπτροφόρος με αποκατεστημένη την όρασή του μόνο στο ένα μάτι του. Σε αυτή την κατάσταση (που έγινε και η αιτία να απαλλαγεί από στρατιωτική υποχρέωση κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο), ο νεαρός Χάξλεϋ κατάλαβε ότι είχε χάσει κάθε ελπίδα να διαπρέψει ως επιστήμονας, συνεπώς στράφηκε αποκλειστικά στην συγγραφική οδό με ένα ξεχωριστό ύφος κυνικής σχεδόν κοινωνικής κριτικής, που στόχευε στην «τέλεια συγχώνευση μυθιστορήματος και δοκιμίου»).
Το 1916 ολοκλήρωσε με βαθμό άριστα τις φιλολογικές του σπουδές στο Balliol College της Οξφόρδης, γνωρίστηκε με μετέπειτα σημαντικές προσωπικότητες όπως οι Λώρενς (D. H. Lawrence), Ράσσελ (Bertrand Russell) and Μπελ (Clive Bell) και για ένα διάστημα κέρδισε τον επιούσιο παραδίνοντας μαθήματα Γαλλικών στο Ήτον, όπου ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και ο Έρικ Μπλαίρ (Eric Blair) που αργότερα αναδείχθηκε ως συγγραφέας με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ (George Orwell). Γύρω στο 1918 εργάστηκε για λίγο σε δημόσια υπηρεσία, ωστόσο η συγγραφική μανία του καθιστούσε σχεδόν αδύνατο τον περιορισμό του στην πολύωρη και ανούσια υπαλληλική απασχόληση.
Το 1919 νυμφεύθηκε την Βελγίδα Μαρία Νυς (Maria Nijs), από την οποία το επόμενο έτος απέκτησε έναν υιό, τον Μάθιου (Matthew Huxley, 1920 2005, που τηρώντας την οικογενειακή παράδοση θα αναδειχθεί και αυτός σε σπουδαίο ανθρωπολόγο, επιδημιολόγο και συγγραφέα). Έχοντας ως κύρια επιδίωξή του το «να συνενώσει, αλλά νόμιμα» τον μύθο με τον λογικό στοχασμό και «να συγχωνεύσει με τον πιο τέλειο τρόπο το μυθιστόρημα με το δοκίμιο», εξέδωσε το 1921 το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Crome yellow», το οποίο αποτελούσε γραπτή επίθεση κατά των «βικτωριανών» κοινωνικών αντιλήψεων, γνώρισε κυκλοφοριακή επιτυχία και τον έκανε, όπως και το επόμενο εντυπωσιακό δημιούργημά του («Antic Hay») αρκετά γνωστό ως εικονοκλάστη και προοδευτικό συγγραφέα, ο οποίος φυσικά έγινε πολύ σύντομα στόχος των κάθε λογής συντηρητικών και αντιδραστικών. Το «Antic Hay» κάηκε σε δημόσια πυρά στο Κάϊρο και κατά καιρούς τα βιβλία του γνώριζαν απαγόρευση ή μποϋκοτάζ της κυκλοφορίας τους.
Ο Χάξλεϋ ωστόσο, για τον οποίον το μυθιστόρημα πρέπει να είναι «σαν ένας ταξιδιωτικός σάκος γεμάτος με απόψεις και καθηλωτικές ιδέες», έμεινε απτόητος και συνέχισε να γράφει «βλάσφημα», όπως χαρακτήρισε την γραφή του ένας συντηρητικός κριτικός και, κατ επέκταση, να ενοχλεί, κορυφώνοντας το 1928 αυτή την «τέλεια ένωση» της διηγηματικής αφήγησης με το ανατρεπτικό δοκίμιο που ονειρευόταν, μέσα στο βιβλίο του «Point Counter Point». Στα βιβλία του ο Χάξλεϋ, που μετά από μία σύντομη επίσκεψή του στις «μαγικές» Ινδίες και στις «απογοητευτικές» Η,Π.Α. (Σεπτέμβριος 1925 Ιούνιος 1926) βάθυνε την ήδη υπάρχουσα απαισιόδοξη νότα στα γραπτά του, αναφερόταν ολοένα και περισσότερο με έντονη οξύτητα στο ύφος του και με απροκάλυπτη ελευθερία, δίχως προκαταλήψεις, σε θέματα που οι συντηρητικοί της εποχής του ούτε καν τολμούσαν ν αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο.
Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1920 η οικογένεια Χάξλεϋ το πέρασε στην Ιταλία, όπου εκείνη την εποχή ανέρχονταν αργά αλλά σταθερά ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) και ο Φασισμός. Η προσωπικές εμπειρίες του από την θεαματική άνοδο του ιταλικού Φασισμού, η πληροφόρησή του για τον πασιφανή πια ολοκληρωτισμό των Ρώσων κομμουνιστών, συν την προφητική πρόωρη ανησυχία του για την «αμερικανοποίηση» και την σταδιακή απο-ανθρωποίηση μπροστά στην διόγκωση του οικονομικού και τεχνολογικού παράγοντα στις κοινωνίες, τον ενέπνευσαν το 1931 να συγγράψει το πιο γνωστό αριστούργημά του με τίτλο «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» («Brave New World», που κυκλοφόρησε το 1932, πριν ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ και πριν αρχίσει τις μεγάλες θηριωδίες του ο Ιωσήφ Στάλιν), μία αντι-ουτοπική λογοτεχνική αλλά και φιλοσοφική συνάμα προειδοποίηση για ένα εφιαλτικό ανθρώπινο μέλλον, προγραμματισμένων συμπεριφορών και καθολικού ελέγχου. Αναφορικά με εκείνη την στροφή του Χάξλεϋ στην επιστημονική αντι-ουτοπία, ο Τίμοθυ Λήρυ (Timothy Leary) σημειώνει σε κείμενό του για το έργο του (που περιέχειται δίκην προλόγου στο «Πάνω στην Ψυχεδελική Εμπειρία», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα, 1986): «στον απαίσιο νέο κόσμο της δεκαετίας του 1930
το παιγνίδι του ακονίσματος του μυαλού και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας (αν και κρατήθηκε ζωντανό στις τελετουργίες της ψυχανάλυσης) είχε αρχίσει να μοιάζει μ ένα ναρκισσιστικό παιγνίδι σκακιού. Ο Χάξλεϋ ήταν από τους πρώτους της εποχής του που είδε πόσο περιοριστική ήταν η εμμονή στο εγώ και ποτέ δεν ξανάγραψε προς τέρψη του διανοούμενου
ο ιερός ’λντους που μας είχε μάθει πώς να είμαστε έξυπνοι, λογικοί, ατομιστές, ερχόταν τώρα να ισχυριστεί ότι τα κοφτερά μυαλά μας κατασκευάζουν κλιματιζόμενες μυρμηγκοφωλιές δομικαστικούς σωλήνες».
Το 1933 ανθολόγησε τις επιστολές του πεθαμένου προ τριετίας (1930) φίλου του Λώρενς και το 1936 εξέδωσε το «Eyeless in Gaza», ένα ακόμη μυθιστόρημα μυθοπλασίας ανακατωμένης με δοκιμιακό στοχασμό, ο κεντρικός ήρωας του οποίου, ένας ιδιόρρυθμος διανοούμενος κινείται δίπλα σε πάμπολλες ακραίες ανθρώπινες φιγούρες παραδομένες στην άκαμπτη ιδεοληψία ή σε έναν χαοτικό αισθησιασμό. Ένα χρόνο μετά, έφυγε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στο Λος ’ντζελες των Η.Π.Α. όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του (1963). Το 1938 γνώρισε την κουλτούρα των ινδιάνων Τάος του Νέου Μεξικού, ασχολήθηκε με διαλογισμό, εντάχθηκε στον κύκλο του Πραμπχαβανάντα (Swami Prabhavananda) και έγινε φίλος του Κρισναμούρτι (J. Krishnamurti), τα γραπτά του οποίου ήδη θαύμαζε. Σε σύνοψη όλων των σχετικών εμπειριών του συνέγραψε λίγο αργότερα το βιβλίο «The Perennial Philosophy», όπου σχολιάζει διάφορες πνευματικές και θρησκευτικές προσεγγίσεις μιας σωστής ζωής σε μία σωστή ανθρώπινη κοινωνία.
Σε κάποια στιγμή εργάστηκε ως σεναριογράφος στο Χόλλυγουντ, αλλά εγκατέλειψε γρήγορα, απογοητευμένος από την ρηχότητα των Αμερικανών παραγωγών. Λέγεται μάλιστα ότι σε μία «σύνοψη» της «Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων» που είχε παρουσιάσει στον Ουώλτ Ντίσνεϋ (Walt Disney), ο τελευταίος είχε σχολιάσει απαξιωτικά ότι «καταλάβαινε μόνο το ένα τρίτο των λέξεων» που χρησιμοποιούσε ο «ευρωπαίος λόγιος» Χάξλεϋ. Οι σχέσεις του με τον «αμερικανισμό» παρέμειναν έκτοτε εξαιρετικά κρύες, ιδίως όταν το κράτος των Η.Π.Α. αρνήθηκε αμέσως μετά την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου να του χορηγήσει υπηκοότητα, επειδή ο Χάξλεϋ εξέφρασε (πολιτικοφιλοσοφική ως ειρηνιστής και όχι «θρησκευτική», όπως λ.χ. οι Χιλιαστές) ένσταση στην απαίτηση μιας τυπικής δήλωσης ότι θα πολεμήσει υπέρ της συγκεκριμένης χώρας όποτε χρειαστεί.
Την δεκαετία του 1950 ο Χάξλεϋ προσανατολίστηκε στην διεύρυνση της ανθρώπινης συνείδησης, την φώτιση και τον μυστικισμό, ιδίως μετά το 1953, όταν με την συνδρομή του ψυχίατρου Χάμφρεϋ Όσμοντ (Humphry Osmond) δοκίμασε για πρώτη φορά μεσκαλίνη. Το 1954 δημοσίευσε το πασίγνωστο δοκίμιό του «Οι Πύλες της Αντίληψης» («The Doors of Perception»), επάνω στην διεύρυνση της ανθρώπινης συνείδησης υπό την επίδραση των ψυχοδηλωτικών (επί του προκειμένου της μεσκαλίνης), η οποία θα γίνει τα επόμενα χρόνια best seller, ιδίως με την ψυχεδελική έξαρση της δεκαετίας του 1960. Από τον τίτλο του δοκιμίου πήρε το όνομά του και το διάσημο ροκ συγκρότημα «The Doors». Για τον νέο αυτόν προσανατολισμό του Χάξλεϋ, ο Λήρυ σημειώνει: «το 1954 ανακοινώνει την ανακάλυψη του περάσματος προς την ανατολή
τα ψυχοδηλωτικά μπορούν να φέρουν την φώτιση, το κλειδί προς τους αντίποδες του νου, την υπερβατική εμπειρία. Μπορεί κανείς να μην θέλει να κάνει αυτό το ταξίδι. Μπορεί να μην τον ενδιαφέρει καθόλου η υπέρβαση του πολιτισμικού του νου. Πολύ ωραία. Ας μην πάρει LSD. Μπορεί πάλι να θέλει την φώτιση, αλλά να αντιτίθεται στον απευθείας σύντομο δρόμο. Ίσως να προτιμά την δοκιμασία των λεκτικών ασκήσεων και τελετουργιών. Πολύ ωραία. Ας μην πάρει LSD. Για όσους όμως μπορούν να δεχθούν την θεία χάρη, ιδού: το πανάρχαιο πρόβλημα του πώς να βγούμε έξω έχει επιτέλους λυθεί και ο βιοχημικός μυσιτκισμός είναι ένα αποδεδειγμένο γεγονός
Ωστόσο ο ’λντους Χάξλεϋ δεν διεκήρυσσε κάποιο τρόπο φυγής από τον παραλογισμό και την σημειολογική τρέλα του εικοστού αιώνα. Το επόμενο μήνυμά του δεν ήταν ένα μήνυμα εφησυχασμού και απάθειας αρχάτ. Κανείς σύγχρονός του δεν ήταν περισσότερο αφοσιωμένος, παθιασμένος, προσηλωμένος στην ενεργητική προσπάθεια για την καλύτερη εκμετάλλευση των δύο κόσμων».
Το 1955 η Βελγίδα σύζυγός του πέθανε από καρκίνο μετά από 36 χρόνια γάμου και τον επόμενο χρόνο ο Χάξλεϋ νυμφεύθηκε την συγγραφέα και μετέπειτα βιογράφο του Λώρα Αρτσέρα (Laura Archera). Κατά την σύντομη διάρκεια της χηρείας του και συγκεκριμένα στις 24 Δεκεμβρίου 1955 ο Χάξλεϋ πήρε την πρώτη του δόση λυσεργικού οξέως (LSD). Μέχρι το τέλος της ζωής του (1964), ο Χάξλεϋ συνέχισε τα πειράματά του επάνω στην διεύρυνση της συνείδησης με ψυχοδηλωτικά (μεσκαλίνη και LSD), αφιερώνοντας παράλληλα τον υπόλοιπο χρόνο του στην συστηματική μελέτη της ινδουϊστικής Θρησκείας και Φιλοσοφίας, ενώ το 1959 τιμήθηκε ως διηγηματογράφος από την «American Academy of Arts and Letters» με το ανά πενταετία λογοτεχνικό βραβείο της.
Το 1962 εκδόθηκε το τελευταίο διήγημά του με τίτλο «Νησί» («Island»), εστιασμένο και αυτό στην χημική ανάπτυξη της συνείδησης, μία φωτεινή ψυχεδελική ουτοπία σε αντίθεση με τον απαισιόδοξο «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο», η οποία απαίτησε σύμφωνα με τον ίδιο 20 χρόνια μελέτης και στοχασμού και 5 χρόνια συγγραφής. Η 20ετής του μελέτη περιελάμβανε μία απέραντη ποικιλία θεμάτων, όπως «ελληνική Ιστορία, πολυνησιακή ανθρωπολογία, μεταφράσεις από σανσκριτικά, κινεζικά και βουδιστικά κείμενα, επιστημονικά συγγράμματα φαρμακολογίας, νευροφυσιολογία, ψυχολογία, εκπαιδευτικά συστήματα, καθώς επίσης και διηγήματα, ποιήματα, κριτικά δοκίμια, ταξιδιωτικούς οδηγούς, πολιτικά σχόλια και συζητήσεις με αμέτρητους ανθρώπους, από φιλοσόφους έως πρωταγωνίστριες του κινηματογράφου και από τροφίμους ψυχιατρείων έως μεγιστάνες μέσα σε λιμουζίνες».
Για το «Νησί», ο Λήρυ έγραψε: «Αυτό το βιβλίο είναι το αποκορύφωμα ενός εξερευνητικού ταξιδιού που κράτησε 69 χρόνια. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Όπως όλα τα σπουδαία βιβλία, έτσι και αυτό παρεξηγήθηκε στον καιρό του, γιατί βρισκόταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Παραήταν δυνατό για το μυαλό τους. Το Νησί είναι μία ήπειρος, ένα ημισφαίριο, ένας ολόκληρος γαλαξίας
».
Το 1960 ο πολυσχιδής αυτός συγγραφέας είχε ήδη αρρωστήσει από καρκίνο και το έτος κατά το οποίο εκδόθηκε το τελευταίο διήγημά του δέχθηκε ένα ακόμα πλήγμα, όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά το σπίτι του στο Λος ’ντζελες, μαζί με όλο σχεδόν το τεράστιο αρχείο του, αφήνοντάς τον, όπως ο ίδιος είπε, «έναν άνθρωπο δίχως περιουσία και δίχως παρελθόν».
Στις 22 Νοεμβρίου 1963 ο Χάξλεϋ έσβησε από την ασθένειά του αρκετά αθόρυβα, καθώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήσαν απασχολημένα εκείνη την ημέρα με την δολοφονία του προέδρου Κέννεντυ (John F. Kennedy). Σύμφωνα με την γραπτή επιθυμία του (καθώς δεν μπορούσε πια να μιλήσει), τα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής του η σύζυγός του Λώρα τού χορηγούσε τακτές δόσεις LSD και του διάβαζε αποσπάσματα από την «Θιβετανική Βίβλο των Νεκρών». Το σώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του τοποθετήθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Χάξλεϋ στην Αγγλία.
Για την προβολή του έργου του Χάξλεϋ, ενός ανθρώπου «που δεν καθόταν ποτέ να ποζάρει για το οριστικό προτραίτο του, αλλ απλούστατα δεν μπορούσε να ταιριάξει απόλυτα σε καμία ακαδημαϊκή κατηγορία», όπως τον περιέγραψε ο Λήρυ, ιδρύθηκε στις 25 Ιουνίου 1998 στο Μύνστερ της Γερμανίας η «Εταιρεία ’λντους Χάξλεϋ» (Aldous Huxley Society, AHS) σε συνεργασία με το «Κέντρο Σπουδών για τον ’λντους Χάξλεϋ» (Centre for Aldous Huxley Studies, CAHS) του τοπικού πανεπιστημίου (Westfalische Wilhelms Universitat). Επίσημο όργανο και των δύο φορέων είναι η ετήσια επιθεώρηση «Aldous Huxley Annual: A Journal of Twentieth-Century Thought and Beyond».
Πηγή: http://www.rassias.gr" onclick="window.open(this.href);return false;
΄Εργα του Χάξλεϋ
Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος
Οι πύλες της αντίληψης
Το χαμόγελο της Τζοκόντα
Ο πίθηκος και η ουσία
Το νησί
Γενναίος νέος κόσμος
ΑΛΝΤΟΥΣ ΧΑΞΛΕΫ
ΑΛΝΤΟΥΣ ΧΑΞΛΕΫ
H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό
____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι
____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι