
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, κάποιος που έγραφε παραμύθια...
Για μια κοπέλα μιλούσε σε μια χώρα μακρινή..
Πέρα από τη φαντασία.
Την έπλασε όπως ήθελε....
Ψηλή μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά...
Την έλεγε νεράιδα γιατί ήταν τόσο εκτυφλωτικά ωραία που το φεγγάρι θάμπωνε όταν την έβλεπε και κοκκίνιζε από τη ζήλια!
Τα έφερε η ζωή, το φεγγάρι και η νεράιδα να σμίξουν και ο παραμυθάς έμεινε να προσέχει στις κινήσεις της σελήνης, τα χορευτικά της όμορφης.
Κάθε σκιά στο φεγγάρι ήταν ένα της χαμόγελο.
Κάθε του όνειρο, ήταν με ένα ταξίδι της.
Του έστελνε τραγούδια με ένα τρόπο μοναδικά ήσυχο και νυχτερινό, σαν σερενάτα.
Μόνο με τη σιωπή της.
Ανάμεσα από τα φύλλα των δέντρων, τη μυρωδιά του γιασεμιού και τις κραυγές από τα νυχτοπούλια.
Αυτά τα τραγούδια που μόνο εκείνη μπορούσε να δώσει στην ψυχή του.
Όπως και όλα τα φεγγάρια όμως, η νεράιδα, δεν έμεινε για πολύ στον ουρανό.
Όσο μίκραινε το φεγγάρι, τόσο απομακρυνόταν εκείνη.
Έφευγε για άλλα φεγγάρια.
Πιο γεμάτα, πιο γαλάζια και φωτεινά.
Και ο παραμυθάς έμεινε να κοιτάζει έναν άδειο ουρανό γεμάτο αστέρια, περιμένοντας το επόμενο φεγγάρι, για να χορέψει με εκείνη στην αγκαλιά του...
