Επικοινωνία με το "ορατό" αόρατο!
Ξαγρυπνώντας μια βραδιά μ oλόγιoμο φεγγάρι,
σκύβω και προσεύχoμαι στους άγνωστους Θεούς,
μια νεράιδα γαλανή με του ελαφιoύ τη χάρη
να μου στείλουν απ τους oυρανούς.
Πριν ακόμα σηκωθώ απ το βρεγμένο χώμα
κι έχοντας στα γόνατα το βάρος των ευχών,
μια αστραπή σπινθοβολάει απ τ oυρανού τo στρώμα
και ξυπνάει η νεράιδα των πηγών.
Στα μαλλιά της πλέκονται πολύχρωμα γεράνια
και φοράει στεφάνι των ανέμων την πνοή.
Στους καρπούς μου αφήνει μυρωδιές από πλατάνια,
στην καρδιά μου δίνει το φιλί.
Γέμισε τις νύχτες μου με πορφυρές εικόνες,
αγιασμένες μoυσικές, αγγελικούς χoρούς.
Περπατάει δίπλα μoυ, με ραίνει ανεμώνες,
με ταΐζει άνθη απ τους αγρoύς.
Γέννησε στις λίμνες μου τις πιο όμορφες γοργόνες
που έχουν για φουστάνι χρυσοκέντητους αφρούς.
Μου φοράει του βυθoύ ολόλευκους χιτώνες,
με κερνάει τους πιο γλυκούς καρπούς.

σκύβω και προσεύχoμαι στους άγνωστους Θεούς,
μια νεράιδα γαλανή με του ελαφιoύ τη χάρη
να μου στείλουν απ τους oυρανούς.
Πριν ακόμα σηκωθώ απ το βρεγμένο χώμα
κι έχοντας στα γόνατα το βάρος των ευχών,
μια αστραπή σπινθοβολάει απ τ oυρανού τo στρώμα
και ξυπνάει η νεράιδα των πηγών.
Στα μαλλιά της πλέκονται πολύχρωμα γεράνια
και φοράει στεφάνι των ανέμων την πνοή.
Στους καρπούς μου αφήνει μυρωδιές από πλατάνια,
στην καρδιά μου δίνει το φιλί.
Γέμισε τις νύχτες μου με πορφυρές εικόνες,
αγιασμένες μoυσικές, αγγελικούς χoρούς.
Περπατάει δίπλα μoυ, με ραίνει ανεμώνες,
με ταΐζει άνθη απ τους αγρoύς.
Γέννησε στις λίμνες μου τις πιο όμορφες γοργόνες
που έχουν για φουστάνι χρυσοκέντητους αφρούς.
Μου φοράει του βυθoύ ολόλευκους χιτώνες,
με κερνάει τους πιο γλυκούς καρπούς.


Στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, στην πατριδα μου την Κρήτη, που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, πήγαιναν οι Νεράιδες και χόρευαν.
Αυτή την υποβλητική σπηλιά, με τις πολλές πηγές, τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω γύρω, που είναι κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή. εξαιτίας του ότι βρίσκεται μέσα στο φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες!
Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι τους και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά.
Κι εκεί τις είδε!
Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν! Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους. Συνεπαρμένος απ όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του.
Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο λυράρης δεν ήξερε αν έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεράιδες στο χορό τους με τη λύρα του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν.
Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει!
Ήταν ερωτευμένος μαζί της!
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο.
Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς.
Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα!
Ο νέος την κρατούσε γερά! ’ρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε.
Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν.
Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του.
Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ!
Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: "Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο".
Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: "Μη σκύλε το παιδί μου!". Του τ άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί.
Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια.
Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε.
Γι αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει.
Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους.
Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει.
Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν, γι αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε - πότε...

Πες μου που βρήκες τόση ομορφιά;;
Αυτή την γλύκα ποιος σου την χάρισε;
Ποιος θεός με αφουγκράστηκε
Και σέφερε κοντά μου;
Τι φως είναι αυτό που μου δίνουν τα μάτια σου;
Που σταλιά σταλιά το μαζεύω μες τα χέρια μου
και το πίνω σαν θεϊκό νέκταρ
κι από μέσα μου ξεχύνονται χιλιάδες λέξεις
χιλιάδες τραγούδια χαράς και πάθους
που ασίγαστα μπορώ να στα τραγουδώ
μεθυσμένος μαζί σου να περπατώ στα σύννεφα
και να χορεύω χορτασμένος από τον μούστο σου
μέχρι στο πανηγύρι του έρωτα και του πάθους
ν αναλωθούμε για πάντα
είσαι πιο όμορφη από οποιοδήποτε όνειρο ...

Αυτή την γλύκα ποιος σου την χάρισε;
Ποιος θεός με αφουγκράστηκε
Και σέφερε κοντά μου;
Τι φως είναι αυτό που μου δίνουν τα μάτια σου;
Που σταλιά σταλιά το μαζεύω μες τα χέρια μου
και το πίνω σαν θεϊκό νέκταρ
κι από μέσα μου ξεχύνονται χιλιάδες λέξεις
χιλιάδες τραγούδια χαράς και πάθους
που ασίγαστα μπορώ να στα τραγουδώ
μεθυσμένος μαζί σου να περπατώ στα σύννεφα
και να χορεύω χορτασμένος από τον μούστο σου
μέχρι στο πανηγύρι του έρωτα και του πάθους
ν αναλωθούμε για πάντα
είσαι πιο όμορφη από οποιοδήποτε όνειρο ...

:!
Τι ωραία Γιάννη!
Θα έχω να ονειρεύομαι απόψε!!!!!!!!!!
Η δική μου η σπηλιά είναι κάπως έτσι......
Ένα όνειρο!
Μία μαγεία!
http://farm2.static.flickr.com/1337/114 ... 4b.jpg?v=0
Τι ωραία Γιάννη!
Θα έχω να ονειρεύομαι απόψε!!!!!!!!!!
Η δική μου η σπηλιά είναι κάπως έτσι......
Ένα όνειρο!
Μία μαγεία!
http://farm2.static.flickr.com/1337/114 ... 4b.jpg?v=0

Σε είδα χαμένη να γυρνάς
στους δρόμους και να ψάχνεις για τη λήθη
τσιγάρο το φεγγάρι να κερνάς
μικρή νεράιδα δίχως παραμύθι
Κι αν είναι η αλήθεια μας μισή
μόνος κι εγώ όπως κι εσύ
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου
Μάγισσες καίνε τα ραβδιά
χορεύοντας στη μέση του χειμώνα
κι εσύ γυρεύεις πρίγκιπες
σε τούτο τον παράξενο αιώνα
Κι αν είναι η αλήθεια μας μισή
μόνος κι εγώ όπως κι εσύ
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου
Δίνεις παράσταση λοιπόν
με ρόλους που ονειρεύτηκες να ζήσεις
μετράς μες στου καθρέφτη το παρόν
σημάδια που δεν πρόλαβες να κρύψεις
Κι ας μείνει η αλήθεια μας μισή
μόνος κι εγώ όπως κι εσύ
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου
βάλε με στα στήθη σου
να 'μαι το παραμύθι σου...



Βάσω αγαπημένη η νεραιδούλλα μου αντιπροσωπεύει αυτό που θέλει η ψυχούλλα μου.... εδώ νιώθει εγκλωβισμένη γιαυτό θέλει να πετάξει στο γαλάζιο ουρανό. Ειναι ο πόθος της αυτός να έτσι όπως αυτή πετάει ανάλαφρη προς το φως που την καλει έτσι και η δικιά μου η ψυχή νοσταλγεί και θέλει για να πάει.
Είμαι εδώ και εδώ θα είμαι μα ο πόθος είναι πόθος....
Το γαλάζιο είναι το χρώμα μου είναι και το φως μου και τα μάτια μου τα δυο έχουν το χρώμα αυτό.
ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Χαμένη στο διάστημα τριγύρναγα ένα βράδυ
Με΄ στα αστέρια τα πολλά του φεγγαριού τη χάρη
Κρατούσα τότε αγκαλιά μια δέσμη με ακτίνες
Που φώτιζαν τον δρόμο μου σαν τις πυγολαμπίδες
Λουσμένη στην αστροφεγγιά γελούσα και χαιρόμουν
Την ομορφιά του ουρανού που ήτανε δικός μου
Εκεί πρώτο αντίκρισα αστερισμό να στέκει
Να πάλλει και να σείεται και να χαμογελάει
Σταμάτησα δεν προσπέρασα, πάλι τον ξανάδα
Γιατί είχε παράξενη στ αλήθεια ομορφάδα
Έτσι κοντοστάθηκα θέλησα να τον αγγίξω
Και με τα μικρά αστράκια του ζήτησα να παίξω
Κείνος με καλοδέχτηκε με τράβηξε κοντά του
Στην αγκαλιά του με βαλε μού δωσε τα φιλιά του
Κούρνιασα και έμεινα χαμένη ναι... όπως ήμουν
Στην ζεστή του αγκαλιά ναι... κοιμήθηκα Θεέ μου
από το χαμόγελο με αγάπη
Είμαι εδώ και εδώ θα είμαι μα ο πόθος είναι πόθος....
Το γαλάζιο είναι το χρώμα μου είναι και το φως μου και τα μάτια μου τα δυο έχουν το χρώμα αυτό.
ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Χαμένη στο διάστημα τριγύρναγα ένα βράδυ
Με΄ στα αστέρια τα πολλά του φεγγαριού τη χάρη
Κρατούσα τότε αγκαλιά μια δέσμη με ακτίνες
Που φώτιζαν τον δρόμο μου σαν τις πυγολαμπίδες
Λουσμένη στην αστροφεγγιά γελούσα και χαιρόμουν
Την ομορφιά του ουρανού που ήτανε δικός μου
Εκεί πρώτο αντίκρισα αστερισμό να στέκει
Να πάλλει και να σείεται και να χαμογελάει
Σταμάτησα δεν προσπέρασα, πάλι τον ξανάδα
Γιατί είχε παράξενη στ αλήθεια ομορφάδα
Έτσι κοντοστάθηκα θέλησα να τον αγγίξω
Και με τα μικρά αστράκια του ζήτησα να παίξω
Κείνος με καλοδέχτηκε με τράβηξε κοντά του
Στην αγκαλιά του με βαλε μού δωσε τα φιλιά του
Κούρνιασα και έμεινα χαμένη ναι... όπως ήμουν
Στην ζεστή του αγκαλιά ναι... κοιμήθηκα Θεέ μου
από το χαμόγελο με αγάπη
Η πολλή αγάπη ανοίγει πόρτες, γκρεμίζει τοίχους και κτίζει γέφυρες πάνω απο τη θάλασσα

Νεραιδένια φιλιά
τα μάτια σου βυθίζουν σε γαλήνιο ύπνο...
Αν πιστεύεις,
θ'ακούσεις τις Νεράιδες να σου τραγουδούν γλυκά...
Ακούνε την κρυφή ευχή σου
κι αν εισαι τυχερός κ σε βρούν αρκετα αγνό
Έρχονται στο υπνο σου και σε παίρνουν μακριά...
Σε πάνε στη νεραιδοχώρα
ενα βασίλειο με πλάσματα που σε ξυπνούν, σε μαγεύουν
κανοντάς σε οσο ευτυχισμένο θα μπορούσες ποτέ να νιώσεις...
Σε τυλίγουν σε μετάξι, σε ταίζουν μέλι
Χορέυεις μαζι τους, κρατώντας τις λεπτές τους σιλουέτες
σε χαιδεύουν απαλά στο αυτί...
Ξυπνάς το επόμενο πρωι,
μια παράξενη ζαλάδα κατοικεί στο σώμα σου και το μυαλό σου...
Δεν θυμάσαι τίποτα απο την προηγούμενη νύχτα,
αλλα έχεις μια παράξενη σιγουριά πως θα συμβεί ξανά...


...Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι
Τώρα μακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη
κι η ανάσα μου διώχνει παλι την όψη της γης
και τις στερνές αναμνήσεις
Και τα δέντρα βαδίζουν πλάι μου
εναντίον του ανέμου
μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαδα.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές
και ανέσπερα πουλιά
Σε χώρα μακρυνή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι!
(αποσπ. Αξιον Εστί - Οδ. Ελύτης)

Σε μια μακρινή παραλία ξεχασμένη
-να την έφερε ο αέρας από πού-
Μέσα σε θολή φωτογραφία ήταν κλεισμένη
Μια γυναίκα, σαν νεράιδα του γιαλού
Γύρω - γύρω την εκύκλωνε η αρμύρα
Και ο χειμώνας που ετοίμαζε βροχή
Αν υπάρχει, θα την έστειλε η μοίρα
Για να σβήσει η ομορφιά σ' όμορφη γη
Κι όπως χάνονταν, σταγόνα τη σταγόνα
Και ορμούσε μαύρο χώμα να την πιει
Παίρνω όρκο πως με άγγιξε στο στόμα
Και πως ένιωσα ένα αρμυρό φιλί...

Την ’νοιξη του 1788 ο Allan Morrison ένας καπετάνιος έφυγε με το πλοίο του για το Scalpay Harris όπου αυτός και η Annie Campbell σκόπευαν να παντρευτούν.
Σε μια τραγική συγκυρία το πλοίο του έπεσε σε μια καταιγίδα και ο ίδιος μαζί με όλο το πλήρωμα του χάθηκαν.
Η Annie συντετριμμένη έχασε τη θέληση της για ζωή και πέθανε μερικούς μήνες μετά.
Το σώμα της βρέθηκε αργότερα στην παραλία κοντά στο σημείο που είχε βρεθεί το σώμα του Allan.
Πριν πεθάνει η Annie σύνθεσε το παρακάτω κομμάτι που είναι ένας θρήνος για την χαμένη της αγάπη.
(Είναι γραμμένο σε μια πολύ παλιά Σκοτσέζικη διάλεκτο «Gaelic»
Το συγκεκριμένο κομματι ειναι ενα μικρο αποσπασμα απο αυτο που εγραψε η Annie)
Gura mise tha fo éislean,
Moch 's a' mhadainn is mi 'g éirigh,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Ma 's e cluasag dhut a' ghainneamh,
Ma 's e leabaidh dhut an fheamainn,
Ò ì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Ma 's e 'n t-iasg do choinnlean geala,
Ma 's e na ròin do luchd-faire,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Dh'òlainn deoch ge boil le càch e,
De dh'fhuil do choim `s tu `n déidh do bhathadh,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
How sorrowful I am
When I rise early in the morning,
Ò hì I would walk with you.
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
If the sand be your pillow,
If the seaweed be your bed,
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
If the fish are your candles bright,
If the seals are your watchmen,
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
I would take a drink, though everyone would be scandalised,
Of your heart's blood after you were drowned.
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you

Σε μια τραγική συγκυρία το πλοίο του έπεσε σε μια καταιγίδα και ο ίδιος μαζί με όλο το πλήρωμα του χάθηκαν.
Η Annie συντετριμμένη έχασε τη θέληση της για ζωή και πέθανε μερικούς μήνες μετά.
Το σώμα της βρέθηκε αργότερα στην παραλία κοντά στο σημείο που είχε βρεθεί το σώμα του Allan.
Πριν πεθάνει η Annie σύνθεσε το παρακάτω κομμάτι που είναι ένας θρήνος για την χαμένη της αγάπη.
(Είναι γραμμένο σε μια πολύ παλιά Σκοτσέζικη διάλεκτο «Gaelic»
Το συγκεκριμένο κομματι ειναι ενα μικρο αποσπασμα απο αυτο που εγραψε η Annie)
Gura mise tha fo éislean,
Moch 's a' mhadainn is mi 'g éirigh,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Ma 's e cluasag dhut a' ghainneamh,
Ma 's e leabaidh dhut an fheamainn,
Ò ì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Ma 's e 'n t-iasg do choinnlean geala,
Ma 's e na ròin do luchd-faire,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
Dh'òlainn deoch ge boil le càch e,
De dh'fhuil do choim `s tu `n déidh do bhathadh,
Ò hì shiùbhlainn leat,
Hì ri bhò hò ru bhì,
Hì ri bhò hò rionn o ho,
Ailein duinn, ò hì shiùbhlainn leat.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
How sorrowful I am
When I rise early in the morning,
Ò hì I would walk with you.
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
If the sand be your pillow,
If the seaweed be your bed,
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
If the fish are your candles bright,
If the seals are your watchmen,
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
I would take a drink, though everyone would be scandalised,
Of your heart's blood after you were drowned.
Ò hì I would walk with you
Brown-haired Alan, Ò hì, I would walk with you
