ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ

Άβαταρ μέλους
Vasoula
Site Admin
Δημοσιεύσεις: 88840
Εγγραφή: 24 Απρ 2007 11:47 am
Τοποθεσία: Σείριος

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ

Δημοσίευση από Vasoula »

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ


Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν (Besançon) της επαρχίας Franche-Comté της ανατολικής Γαλλίας και ήταν ο νεότερος γιός του Ιωσήφ Λεοπόλδου Σιγισβέρτου Ουγκώ (Joseph Léopold Sigisbert Hugo) και της Σοφί Τρεμπισέ (Sophie Trébuchet). Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809) του Ναπολέοντα και ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα του, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική. Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Feuillantines ενώ η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).

Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για ποίημά του και το 1819 από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse), γεγονότα, που έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιός του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή.

Το 1819 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωβριάνδου (François René Chateaubriand). Τρία χρόνια αργότερα δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses λαμβάνοντας για αυτήν βασιλική επιχορήγηση από τον Λουδοβίκο. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με το περιοδικό Muse Française και συχνάζει στο λογοτεχνικό σαλόνι του Καρόλου Νοντιέ (Charles Nodier), όπου συναναστρέφεται με τον Αλφρέδο Ντε Βινί (Alfred de Vigny) και το Λαμαρτίνο (Lamartine).
Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του και ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Στις 20 Οκτωβρίου 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Αδέλα Φουσέ (Adèle Foucher). Ένας γάμος, που όπως και αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ των συζύγων και οδηγεί το συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Ζιλιέτ Ντρουέ (Juliette Drouet) μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία μιας και ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αδέλα, χάνει τα λογικά του την ημέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.


Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Χαν της Ισλανδίας (Han d'Islande), το οποίο κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε τέσσερεις μικρούς τόμους.
Η ποιητική συλλογή, που τον καθιερώνει εκδίδεται στα 1826 και είναι οι Ωδές και Μπαλάντες (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Μπιγκ Ζαργκάλ (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμβελ (Cromwell).
Εντωμεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει ο πατέρας του και από εκείνη τη στιγμή ο Ουγκώ αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.
Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο Ερνάνης (Hernani) και το 1831 κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του Η Παναγία των Παρισίων (Notre-Dame de Paris), που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες.
Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζιλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από δύο άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française).

Η ζωή του, εντούτοις, θα σημαδευτεί μέχρι τέλους από μία προσωπική τραγωδία, το θάνατο από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του Λεοπολδίνης (Léopoldine) και του συζύγου της Καρόλου Βακερί (Charles Vacquerie) στις 4 Σεπτεμβρίου 1843. Ο Ουγκώ εκείνες τις μέρες βρισκόταν σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δε δημοσίευσε κανένα έργο του τουλάχιστον για μία δεκαετία.

Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική και αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο – Φίλιππο (Louis-Philippe) ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στην περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, παρά ταύτα, ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα.

Στα 1845 ο Λουδοβίκος – Φίλιππος τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της ’νω Βουλής. Εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, ανιψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με την προώθηση της υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από το Λουδοβίκο – Ναπολέοντα το 1851 και η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον αναγκάζει να διαφύγει στις Βρυξέλλες εγκαινιάζοντας έτσι την μακρά περίοδο αυτοεξορίας του, που θα διαρκέσει περίπου είκοσι χρόνια.
Στη διάρκεια της εξορίας του δημοσίευσε δύο πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το Ναπολέων ο Μικρός (Napoléon le Petit, 1852) και το Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο Η ιστορία ενός εγκλήματος (Histoire d'un crime, Α’ μέρος 1877 και Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και την ποιητική του συλλογή Τιμωρίες (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας. Αρχικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, το 1852, όμως, μετέβη στο βρετανικό νησί Τζέρσεϋ, το οποίο η ανησυχία των τοπικών αρχών για τη δράση του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το 1855 για να μεταβεί στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ.

Εντωμεταξύ το Σεπτέμβριο του 1853 μυείται από την Ντελφίν Ντε Ζιραρντέν (Delphine de Girardin), που τον επισκέπτεται στο Τζέρσεϋ, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων και ομιλούντων τραπεζιών.

Στη διετία της παραμονής του στο Τζέρσεϋ κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούν τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος του Σατανά (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.

Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville - House από όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει την ποιητική συλλογή Ο Θρύλος των Αιώνων (La Légende des Siècles, 1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι ’θλιοι (Les Misérables, 1862).

Οι ’θλιοι, που άμα τη εκδόσει τους σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων.

Το 1859 ο Ναπολέων Γ’ προσφέρει αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς εξόριστους αλλά ο Ουγκώ αρνείται να επιστρέψει μην επιθυμώντας να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση έναντι του μονάρχη.

Το 1863 κυκλοφορεί μία βιογραφία του από τη γυναίκα του Αδέλα, η οποία πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί στην επιστροφή του στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ως βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης ψηφίζει κατά της ειρήνης και αμέσως παραιτείται. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων και η ήττα της Γαλλίας. Ο Ουγκώ απομακρύνεται και πάλι από την πατρίδα του το 1871 κατά τη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Το ίδιο έτος πεθαίνει ο γιός του Κάρολος (Charles) και το επόμενο η κόρη του Αδέλα εισάγεται στο άσυλο ψυχικά ασθενών Saint-Mandé. Στα δύο προηγούμενα οικογενειακά δράματα προστίθεται το 1873 και ο θάνατος του γιου του Φραγκίσκου – Βίκτωρα (François-Victor).

Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βίκτωρ Ουγκώ ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Την τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος είναι πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στην κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη "σωτηρία" του ατόμου και της κοινωνίας.
Το Φεβρουάριο του 1881 οργανώνεται ένας πανεθνικός εορτασμός προκειμένου να τιμηθεί η είσοδός του στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν την 25η Φεβρουαρίου με την απόδοση ενός βάζου Σεβρών, παραδοσιακού δώρου προς ηγεμόνες και την 27η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του μία από τις μεγαλύτερες παρελάσεις στη γαλλική ιστορία.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 26 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και την ημέρα της κηδείας (1η Ιουνίου) δύο, περίπου, εκατομμύρια κόσμου συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου, όπου είχε τοποθετηθεί η σορός του, στο Πάνθεον, που ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.


Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο δημιουργός του Γιάννη Αγιάννη και πιο πολυδιαβασμένος Γάλλος συγγραφέας όλων των εποχών, είναι ο άνθρωπος που κατέγραψε την αφανή κάποτε εποποιία των προλετάριων, πριν αυτοί αποκτήσουν τη συνείδηση της τάξης τους.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ θεωρείται ως ο επισημότερος εκπρόσωπος του δημοκρατικού ρομαντισμού. Ο ρομαντισμός είναι ένα λογοτεχνικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύσσεται από το τέλος του 18ου μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα. Στα πρώτα του βήματα χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και έχει συνολικά συντηρητικό, έως και αντιδραστικό πολιτικό χαρακτήρα: τίθεται υπέρ της φεουδαρχίας και ενάντια στην προοδευτική, την εποχή εκείνη, αστική τάξη.
Με το γύρισμα όμως του αιώνα, το τέλος της μεγάλης εποχής των γιακωβίνων, με τη -φαινομενική ήττα της επανάστασης, μετά το Βατερλώ και την Παλινόρθωση της μοναρχίας στη Γαλλία (1815)- ο ρομαντισμός διατηρώντας τα εξωτερικά, αισθητικά του χαρακτηριστικά παίρνει νέο περιεχόμενο: αυτή τη φορά εμφανίζεται όχι ως ο αριστοκράτης αντίπαλος της αστικής τάξης, αλλά ως ο υπερασπιστής εκείνων των ιδανικών της που συντρίφτηκαν με την ήττα των γιακωβίνων, τον Ιούλιο (Θερμιδώρ) του 1794.
Η ίδια εποχή (πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα) σημαδεύεται από την έκρηξη μεγάλων εθνικών επαναστάσεων, με τις οποίες η αστική τάξη των υπό διαμόρφωση εθνών προσπαθεί να συγκροτήσει το κράτος της. (Χαρακτηριστικότερη τέτοια περίπτωση είναι της μεγάλης επανάστασης των Ελλήνων του 1821). Η διαδικασία συγκρότησης εθνικών συνειδήσεων βοηθιέται από μνήμες του μεσαιωνικού παρελθόντος των λαών (μύθοι, θρύλοι, έθιμα, τραγούδια). Ιλό αυτό τό υλικό, με τα πολλά μυθικά, μη ρεαλιστικά στοιχεία, ενσωματώνεται στην αισθητική του ρομαντισμού, ο οποίος γίνεται πλέον κήρυκας των εθνικοαπελευθερωτικών ιδανικών.
Από αριστοκράτης, «αβράκωτος» και ... φουστανελάς. Αυτή είναι, σε αδρές γραμμές, η ιδεολογική πορεία του ρομαντισμού, ο οποίος προς το τέλος του αιώνα θα γνωρίσει μιαν ακόμα ιδεολογική μετάλλαξη. Μπροστά στο χείμαρρο των αναπτυσσόμενων σοσιαλιστικών ιδεών και τη λογοτεχνική τους αποτύπωση που είναι ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός, ο ρομαντισμός αναδιπλώνεται και, για μια ακόμη φορά, αποκτά αντιδραστικό περιεχόμενο και, κάποτε, αρρωστημένη μορφή, προσανατολιζόμενος στο υπερφυσικό και στο φρικαλέο.

Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές, πεποιθήσεις του Ουγκώ άλλαξαν ριζικά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στη νεότητά του, προσδιοριζόταν ως καθολικός και δήλωνε αφοσίωση στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική εξουσία. Αργότερα εξελίχθηκε σε μη ενεργό καθολικό εκφράζοντας όλο και περισσότερο αντιπαπικές και αντικληρικές απόψεις. Την περίοδο της εξορίας του μυήθηκε στον πνευματισμό ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε έναν ορθολογικό ντεϊσμό, όμοιο με αυτό του Βολταίρου. Όταν ένας απογραφέας τον ρώτησε στα 1872 εάν ήταν καθολικός, απάντησε: "Όχι. Ελευθερόφρονας".

Η στάση του Ουγκώ απέναντι στους δύο Βοναπάρτες είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που καθιστούν αντιφατική την ιδεολογία του. Αξίζει τον κόπο να σταθούμε αναλυτικότερα σε αυτό το ζήτημα.
Όσο ο Ουγκώ θαύμαζε, στα όρια της λατρείας, το Ναπολέοντα Βοναπάρτη τόσο βαθιά μισούσε και απεχθανόταν το Ναπολέοντα τον Γ΄ που ο ίδιος επονόμασε «Μικρό» (σε αντιπαράθεση με το «Μεγάλο»). Σε αυτή τη λατρεία, σε αυτό το θαυμασμό απέναντι στον πρώτο Ναπολέοντα συνυπάρχουν πάρα πολλά αντιφατικά ιδεολογικά στοιχεία, πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, μερικές από τις οποίες (οι ορθότερες) ξεφεύγουν από τις ιδεολογικές και γνωστικές προϋποθέσεις του ίδιου του συγγραφέα. Ο Ουγκώ θεωρούσε ότι ο Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν ο άνθρωπος που έκανε τη Γαλλία μεγάλη. Σε αυτό το σημείο, είναι φανερή η αποδοχή από το συγγραφέα του γαλλικού αστικού εθνικισμού, ένα από τα συντηρητικότερα στοιχεία της ιδεολογίας του.
Στη συνολική σκέψη του Ουγκώ, η εμμονή του στη συμβολή της προσωπικότητας στη διαμόρφωση της ιστορίας, είναι μια όχι ασήμαντη αναπηρία. Ο Ουγκώ αντιλαμβάνεται την έννοια της τάξης με κριτήριο το τι απολαμβάνει μια ομάδα ανθρώπων από τον κοινωνικό πλούτο. Από αυτή την άποψη, τίθεται στο πλευρό όσων, ενώ δουλεύουν περισσότερο, απολαμβάνουν λιγότερα. Η σκέψη του όμως πάνω στο ζήτημα των οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών των κοινωνικών τάξεων είναι εμβρυώδης και, πάνω στο ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής, οιονεί ανύπαρκτη.
Με αυτή την ιδεολογική και αναλυτική μέθοδο κρίνει και το Ναπολέοντα Γ΄, τον άνθρωπο που θεμελίωσε τη δικτατορία της αστικής τάξης. Ο Ουγκώ δεν κατανοεί τη συνολική ευθύνη της αστικής τάξης. Εξ άλλου, δεν τη θεωρεί καν τάξη: «μια καρέκλα δεν είναι τάξη», ισχυρίζεται στους «Αθλίους», υπονοώντας ότι ο αστός είναι απλώς ο άνθρωπος που έχει την εξουσία -και την ησυχία του- αλλά δεν κατανοεί τις οικονομικές λειτουργίες του.
Στα πλαίσια αυτά, οι «Εργάτες της θάλασσας» περιγράφουν την προσπάθεια του ανθρώπου να καθυποτάξει τη φύση. Το «1793» είναι ένα βλέμμα συμπάθειας στους μεγαλύτερους επαναστάτες που ανέδειξε ποτέ η αστική τάξη, στους γιακωβίνους, ενώ ο «’νθρωπος που γελά» είναι μια χλευαστική ματιά στη μοναρχία και την αριστοκρατία.

Όμως, το όνομα του Ουγκώ στη συνείδηση των αναγνωστών του είναι συνυφασμένο με το έργο-ποταμός «Οι ’θλιοι». Οι «’θλιοι» αποτελούν μια από τις πρώτες απόπειρες στο μυθιστόρημα να έρθει στο προσκήνιο της μυθιστορηματικής δράσης ο άνθρωπος της εργατικής τάξης -και είναι επίσης από τα έργα εκείνα- που ο λαϊκός χαρακτήρας τους βοήθησε την εργατική τάξη να τα αγαπήσει και να έρθει σε επαφή, ως αναγνωστικό κοινό με τη λογοτεχνία.
Ο Ουγκώ, ουτοπικός σοσιαλιστής και κοινωνικός αγωνιστής με τη ζωή και το έργο του, συμπαθών της Παρισινής Κομμούνας, δε διασταυρώθηκε με το μαρξισμό. Η άποψή του είναι ξεκάθαρη ως προς το ότι η εξαθλίωση της εργατικής τάξης, τα βάσανά της, υλικά και ηθικά είναι προϊόντα του καπιταλισμού. Η λύση όμως που δίνει είναι συγκεχυμένη: προκρίνει την κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία (την οποία, ωστόσο, σε πολλές σελίδες του έργου του, υπερασπίζεται αποτελεσματικά). Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς την καλοσύνη οδηγεί στη «σωτηρία» του ατόμου και της κοινωνίας. Όμως, η καλλιτεχνική και προσωπική του ευαισθησία όχι μόνο τον οδήγησε σε μια σθεναρή υποστήριξη των φτωχών και καταπιεσμένων - των κάθε είδους «Αθλίων» που παράγει ο καπιταλισμός, αλλά και τον βοήθησε να διατυπώσει μεγάλες επαναστατικές αλήθειες.

Ο,τι ο Ουγκώ -και αρκετοί άλλοι συγγραφείς του καιρού του- προσέγγισε με την καρδιά και το συναίσθημα, το ολοκλήρωσε ο Μαρξ και ο Ενγκελς με την επιστήμη και τη θεωρία. Τα οράματά του -περιγεγραμμένα και καθορισμένα με σαφήνεια και επιστημονικότητα από τους θεωρητικούς του σοσιαλισμού- προσπάθησε να τα πραγματώσει η εργατική τάξη στον αιώνα που πέρασε, γράφοντας τη δική της, αξεπέραστη εποποιία και γνωρίζοντας τις δικές της, τραγικές αλλά οπωσδήποτε πρόσκαιρες ήττες. Οι πληγές της ανθρωπότητας που ο Ουγκώ πίστευε ότι θα κλείσουν τον 20ό αιώνα, χαίνουν ακόμη και είναι ανοιχτοί λογαριασμοί για το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας, την εργατική τάξη και το κόμμα της. Μέχρι τότε, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ίδιου του Ουγκώ, «βιβλία σαν τούτο ΄δω μπορεί να μην είναι περιττά».

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

Από το ποίημα του «Ναυαρίνο»: «Οι λαοί, τώρα και χρόνια, σε θρηνούσανε μονάχοι:/ Κρίμα Ελλάδα! Ελλάδα κρίμα! Δε σου μένει πια πνοή,/ κάθε μέρα αδυνατίζεις, απ' τις φλόγες και απ' τη μάχη/ (...) Κουφοί πάντα οι βασιλιάδες, οι άμβωνες δεν αντηχούνε,/ στ' όνομα και στα δεινά σου μόνο οι ποιηταί πονούνε./ Τους ζητούσαμε τη δόξα, την παληκαριά να ντύσουν/ μέσ' σε λευθεριάς πορφύρα και ορφανή να μη σ' αφήσουν/ να πεθάνεις στο σταυρό σου. Κάποιο σταύρωσαν λαό.../ Τι τους μέλει σε ποιο πάνω τον εσταύρωσαν σταυρό;»

Η στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση είναι απόρροια της ιδεολογίας του. Ήδη από το 1821, που η Ελλάδα επαναστατεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οργανώνεται στη Γαλλία ένα κίνημα φιλελληνισμού προκειμένου να υποστηρίξει τον εξεγερθέντα ελληνικό λαό (δημιούργημα της εποχής εκείνης, ο πίνακας του διάσημου ζωγράφου Delacroix, Η Σφαγή της Χίου, που εξετέθη το 1824). Μολονότι ο Βίκτωρ Ουγκώ δεν διακρίνεται μεταξύ των πρώτων φιλελλήνων, θα αποτελέσει έναν από τους πιο ένθερμους και τους σταθερότερους υποστηρικτές της Ελλάδος. Τα Ανατολίτικα, συλλογή φιλελληνικών ποιημάτων του – “Το Ελληνόπουλο” που παραμένει το πιο φημισμένο ποίημα-, η οποία εξεδόθη το 1827-1828, συναντά μια μέτρια επιτυχία στην Ελλάδα. Σε τούτη τη χώρα που βρίσκεται σε πλήρη αναβρασμό, προτιμάται η βαθειά στράτευση του Βίκτωρος Ουγκώ, ως υπερασπιστή των λαών:
Εξόριστος στην Guernesey από το 1855, υποστηρίζει αμέτρητες φορές, από το 1866 έως το 1869, την εξέγερση της Κρήτης, χωρίς όμως επιτυχία. Τον Δεκέμβριο του 1866, έπειτα από πολλές παρακλήσεις των Ελλήνων, προκειμένου για την υπεράσπιση των εξεγερθέντων Κρητών, ο Βίκτωρ Ουγκώ πιάνει την πένα του : «Κραυγή τις μοί έρχεται εξ’Αθηνών. Εν τη πόλει του Φειδίου καί του Αισχύλου πρόσκλησίς τις μοί εγένετο, φωναί προφέρουσι τό όνομά μου. Τίς ειμί, ώστε ν’αξίζω τοιαύτης τιμής; ουδέν. ‘Ηττημένος τις. Καί τίνες αποτείνονται πρός μέ; νικηταί. Ναί, ηρωϊκοί Κρήτες, καταδυναστευόμενοι σήμερον, έσεσθε νικηταί εν τω μέλλοντι. Εμμείνατε. Καίτοι πεπνιγμένοι, θέλετε θριαμβεύσει. ‘Η διαμαρτύρησις εν αγωνία είναι ισχύς…».
Ο ελληνικός τύπος αναφέρεται στον συγγραφέα και ποιητή Βίκτωρα Ουγκώ το 1841. τα πρώτα του κείμενα, μεταφρασμένα ένα χρόνο μετά, δεν γίνονται γνωστά παρά μόνο σ’ένα γαλλόφωνο κοινό λογίων, μολονότι κατά τον δέκατο ένατο αιώνα (XIX) η γαλλική γλώσσα εξέπεμπε μία αναμφισβήτητη ακτινοβολία στην Ελλάδα. Δέκα έτη αργότερα μόνο, το 1852 δηλαδή, το λογοτεχνικό περιοδικό Ευτέρπη σκιαγραφεί την πρώτη βιογραφία του Βίκτωρος Ουγκώ, ενώ την εποχή εκείνη, μόνον δύο θεατρικά έργα του μεταφράζονται, ’ντζελο, ο τύραννος της Παδούης και Λουκρητία Βοργία. Εξάλλου, η δημοτικότητά του Βίκτωρος Ουγκώ στην Ελλάδα δεν οφείλεται πλέον στα θεατρικά του έργα, αλλά στην μετάφραση των έργων του. Εντούτοις, τα δύο του αριστουργήματα, Οι ’θλιοι, μετεφρασμένο το 1862-63, και η Παναγία των Παρισίων, μετεφρασμένο το 1867, τυγχάνουν τεράστιας λαϊκής αποδοχής και επιτυχίας.
Από το 1870 έως το 1885, περίοδο κατά την οποία το μοναρχικό καθεστώς έχει εδραιωθεί στην Ελλάδα, η πολιτική δράση του Βίκτωρος Ουγκώ τον κρατά σε μια απόσταση και ο αγώνας του υπέρ της Κομούνας του Παρισιού γίνεται αντιληπτός ως μια επικίνδυνη επαναστατική παρέκκλιση. Η λογοτεχνική του δράση και η προσωπική του ζωή εξακολουθούν ωστόσο να έχουν απήχηση στον τύπο, και, στις 22 Μαΐου του 1885, ημέρα θανάτου του, οι τελετές που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση δεν υστερούν έναντι εκείνων στην Γαλλία: η φήμη του, ως αρχηγού του κινήματος του Ρομαντισμού στη Γαλλία είναι και θα παραμείνει αναμφισβήτητη!

Πηγή: http://www.xatzikostas.gr/index.php?opt" onclick="window.open(this.href);return false; ... &Itemid=52


Μερικά από τα Εργα του


Χαν της Ισλανδίας Han d'Islande (1823)
Μπιγκ Ζαργκάλ Bug-Jargal (1826)
Η Τελευταία Μέρα ενός Κατάδικου Le Dernier Jour d'un condamné (1829)
Η Παναγία των Παρισίων Notre-Dame de Paris (1831)
Κλοντ Γκε Claude Gueux (1834)
Οι ’θλιοι Les Misérables (1862)
Οι Εργάτες της Θάλασσας Les Travailleurs de la mer (1866)
Ο ’νθρωπος που γελά L'Homme qui rit (1869)
Ενενήντα τρία Quatre-vingt-treize (1874)

@};-
H Aγάπη μου για εσάς έχει χρώμα Λευκό

Εικόνα
____________________________________________
Reiki Center - Ρεικι

Επιστροφή στο “BIOΓΡΑΦΙΕΣ”