Ειδικά επειδή ο τομέας "ρέικι" είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην Ζωή μου και η φύση του ρέικι είναι πνευματική και καθόλου ψυχολογική, είχα την ευκαιρία να παρατηρώ τις συμπεριφορές του "θεραπευτή"-πρακτικού του ρέικι, σαν σκοπό της ζωής του να θεραπεύσει και τους άλλους, είτε σαν δάσκαλος, είτε σαν απλός μεταβιβαστής της πνευματικής ενέργειας κατά την συνεδρία...
Είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τις επιδράσεις της πνευματικότητας σε μία ευρύτερη διάθεση "σωτηρίας", που εύκολα και γρήγορα θα έβαζε και τους άλλους, στην ίδια τροχιά...
Μέσα από τις ομάδες αυτογνωσίας, είχα την ευκαιρία να παρατηρώ και την επίδραση της ψυχολογίας στον εσωτερικό "σωτήρα" του καθενός...Η ψυχολογία έδινε σαφώς πιο πολλά επιχειρήματα για τον βαθύτερο πόνο και έτσι πιο πολλά εφόδια να ξυπνήσει μέσα στον άλλον την ίδια ανάγκη, να βιώσει δηλαδή τον πόνο του και την ασυνειδησία του, αφυπνίζοντας πιο αληθινά μέρη του Εαυτού του...
Άρχισα λοιπόν να παντρεύω αυτές τους δύο παράγοντες, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στον Άνθρωπο και την μοναδικότητά του, γιατί ο καθένας, πραγματικά έχει μια μοναδικότητα στην στιγμή που θα θελήσει να έρθει σε επαφή με τον βαθύτερο Εαυτό του...Αυτή η μοναδικότητα στην στιγμή, χαρακτηρίζεται και από την αληθινή πρόθεση Αυτοθεραπείας, σαν ιδιαίτερη και χωρίς αμφισβήτηση ανάγκη του καθενός, ανάγκη που δεν έχει "ναι μεν...αλλά", αλλά κατευθύνεται σε έναν εντελώς ευθύ σκοπό...
Και αυτός ο ευθύς σκοπός δεν περιέχει κανέναν άλλον! Ούτε μισό άλλον...
Συνήθως η προσέγγιση των ανθρώπων στο ρέικι ή στην αυτογνωσία ξεκινάει από δύο παράγοντες, σε ένα μεγάλο ποσοστό...
Ο ένας είναι η αντίληψη ότι κάτι δεν πάει καλά στην ζωή μας και θέλουμε να την φέρουμε γρήγορα σε ισορροπία για να μπορούμε να απολαύσουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους...
Ο άλλος είναι η αντίληψη ότι κάτι δεν πάει καλά στους άλλους και θέλουμε τα εφόδια για να τους φέρουμε γρήγορα σε ισορροπία για να απολαύσουμε τις σχέσεις μας μαζί τους...
Σπάνια έχω συναντήσει ανθρώπους που έχουν αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Εαυτό τους και θέλουν να βρουν τρόπους να τον προσεγγίσουν πιο αληθινά και με ουσία, χωρίς να τους ενδιαφέρει η σχέση τους με τους άλλους...
Όπως καταλαβαίνετε, δεν μας αρκεί η δική μας αυτοθεραπεία, γιατί δεν μας δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους, αν αυτοί οι άλλοι δεν έχουν καμία τέτοια πρόθεση...
Εγωιστικοί λοιπόν είναι οι λόγοι, τις περισσότερες φορές, που αναπτύσσουμε την πρόθεση αυτοθεραπείας...Ο στόχος μας τις περισσότερες φορές είναι η σχέση μας με τους άλλους...
Συζητώντας μέσα στις ομάδες Αγάπη-Σοφία για τις ανάγκες μας, αυτή της κοινωνικοποίησης/συντροφικότητας/επικοινωνίας ήταν η πιο ουσιαστική ανάγκη...
Η ανάγκη επικοινωνίας είναι πανανθρώπινη...
Πως θα επικοινωνήσουμε όμως με τους άλλους, αν αυτοί δεν έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα με εμάς?
Πως θα τους ερωτευθούμε, αν περπατάμε σε διαφορετικούς δρόμους?
Πως θα μας ακούσουν, πως θα τους ακούσουμε, αν τα αφτιά μας ακούνε διαφορετικούς ήχους? αν τα μάτια μας βλέπουν διαφορετικά "ηλιοβασιλέματα"?
Πως θα τους νιώσουμε, αν κρύβουν τον προσωπικό πόνο και δεν μας ανοίγονται, συζητώντας συνεχώς ανούσια θέματα?
Στο άρθρο ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να επιδράσει στον φίλο του, να τον κάνει να ανοιχτεί, να θυμηθεί αυτό που θέλει να ξεχάσει...Τότε όμως δεν είναι φίλος του, αλλά ένα "πειραματόζωο" που πάνω του θα επιχειρήσει να εκφράσει ότι ο ίδιος έχει μάθει...
Θέλει να τον φέρει στον δρόμο της αυτογνωσίας, τάχα για καλό του, όμως η βαθύτερη πρόθεση είναι ότι θέλει να επικοινωνήσει μαζί του πάνω στο μοτίβο της αυτογνωσίας και της θεραπείας, ενόσω ο άλλος δεν έχει δείξει τέτοια πρόθεση και βγήκε μαζί του για να πιεί μια μπύρα, συζητώντας για τον καιρό, τα γκομενάκια, το έργο που είδε προχτές, το φαγητό που κάηκε...
Οι δρόμοι μας κάποια στιγμή χωρίζουν...Και αυτό δεν θέλει κανείς να το παραδεχτεί στην ουσία...
Δεν αντέχεται, λένε, η ασυνειδησία και αυτή η ανούσια επικοινωνία περί ανέμων και υδάτων...
Ακόμα και η αυτογνωσία έτσι αποκτά σκοπό...ουσιώδη λένε...
Αν η αυτογνωσία με διακρίνει σε ουσιώδη ή ανούσιο άνθρωπο, τότε να την χέσω...
Ο πνευματικός μας άξονας, είναι ο μοναχικός μας δρόμος προς το Πνεύμα μας, τον αληθινό μας Εαυτό, που έχει έναν και μοναδικό σκοπό...Να αναπτύξει τον οριζόντιο, ώστε να νιώθουμε τους ανθρώπους και να τους αγαπάμε όπως είναι...Να μπορούμε να διακρίνουμε τις προθέσεις τους και να τους υποστηρίζουμε, χωρίς να τους βιάζουμε...
Σκοπός της αυτογνωσίας είναι να μπορούμε να είμαστε αληθινά ο Εαυτός μας, ακόμα και αν απέναντί μας είναι ο χίτλερ...Να μην θέλουμε ντε και καλά να τον θεραπεύσουμε κι αυτόν...Και αν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του, να διακρίνουμε ότι έχουμε διαφορετικούς δρόμους και με αγάπη και σεβασμό να αφήνουμε τον άλλον να είναι όπως θέλει και μπορεί και εμείς να προχωράμε στο μονοπάτι μας, χωρίς απωθημένα, χωρίς τύψεις, χωρίς προσδοκίες και κυρίως χωρίς αυτήν την αίσθηση της αποτυχίας ότι δεν καταφέραμε να τον θεραπεύσουμε αυτόν τον χίτλερ, γιατί δεν είναι ο σκοπός μας να θεραπεύσουμε κανέναν, εκτός από τον εαυτό μας (το γράφω με μικρό)
Σας βάζω το άρθρο, που με ενέπνευσε να εκφράσω τα αισθήματά μου αυτά...και φυσικά περιμένω και τις δικές σας απόψεις και όχι μόνο λουλουδάκια ε?






παραμείνετε άνθρωπος, κύριε Ψυχολόγε!

Αχ! Πόσο χαίρομαι που έχω καταφέρει με συνεδρίες αυτογνωσίας, ομάδες υποστήριξης για στοχευμένη αλληλεπίδραση, μαθήματα εξάσκησης κοινωνικών δεξιοτήτων, διαλογισμό και επίσης θεραπεία Gestalt να βρω την ιδανική πρόσβαση στον Εαυτό μου και στους συνανθρώπους μου. Παλιότερα ζούσα έτσι απλά χωρίς ιδιαίτερο νόημα, άκουγα τους άλλους με μισή καρδιά και έδειχνα ένα κανονικό συμβατικό προσωπείο προς τα έξω. Κάθε πραγματική συνάντηση με εμένα τον ίδιο και τους άλλους απλά την απέφευγα. Δε θέλω όμως να σας κρύψω και το εξής: Από τότε που έχω ανακαλύψει αυτόν το νέο δρόμο διαπιστώνω συνεχώς, ότι η προσωπική μου εξέλιξη και πρόοδος με απομακρύνει όλο και περισσότερο από αυτούς τους ανθρώπους που ακόμη δεν έχουν φτάσει στο σημείο που βρίσκομαι εγώ.
Έτσι λοιπόν είχα βγει τελευταία με τη Μαρία, ένα πραγματικά συμπαθητικό κορίτσι, ζωντανό και αυθόρμητο. Καθίσαμε σε ένα μπαρ και πίνοντας μπύρες η Μαρία μιλούσε χαρούμενα γι΄ αυτό κι εκείνο και το άλλο. Όμως αυτά που έλεγε αφορούσαν περισσότερο τους άλλους, ήταν περιγραφικά και δεν είχαν καθόλου επαφή με τον εσωτερικό εαυτό της. Αφουγκράστηκα λοιπόν εμένα και διαπίστωσα, ότι αισθανόμουν να με ελκύει περισσότερο ο ζωντανός τρόπος που μιλούσε παρά το περιεχόμενο αυτών που έλεγε. Και αποφάσισα να της „δωρίσω“ μια ανατροφοδότηση –ένα feedback!
Όπως γνωρίζουμε, χρειάζονται αρκετά προσόντα για να δώσει κανείς ένα σωστό feedback. Παλιότερα δε θα είχα πει απολύτως τίποτα και απλά θα επικεντρωνόμουν σε ένα άλλο θέμα συζήτησης ή θα είχα καπελώσει τον συνομιλητή μου με ένα σωρό Εσύ-μηνύματα δηλ. αμέτρητες προτάσεις σε β΄ ενικό (εσύ κάνεις αυτό, εκείνο και το άλλο) και θα είχα μείνει απ΄ έξω κρατώντας ανέκφραστα τα δικά μου συναισθήματα. Όμως τώρα είχα στο μυαλό μου τους αχτύπητους κανόνες για ένα ιδανικό feedback. Ξέρετε! Πρέπει να είναι περιγραφικό και να μην κρίνει, να είναι όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο, να γίνεται έγκαιρα και κυρίως να είναι διατυπωμένο σε Εγώ-προτάσεις (σε α΄ ενικό).
Εννοείται, ότι έχω ενστερνιστεί με τέτοιο τρόπο αυτούς τους κανόνες, ώστε να μη χρειάζεται να μου τους επαναλαμβάνω ξερά, πριν δώσω ένα feedback. Εξάλλου κάτι τέτοιο θα ήταν εμπόδιο στον αυθόρμητο τρόπο που θέλω να εκφραστώ. Έτσι λοιπόν είχα τη διατύπωση προς τη Μαρία κάτω από τη γλώσσα μου: “Μου αρέσει πολύ η ζωντάνια σου, αλλά η ιστιοπλοΐα και όλα αυτά δεν με ενδιαφέρουν και τόσο”.
Σχεδόν θα μου είχε ξεφύγει αυτή η πρόταση, όταν -ευτυχώς Θεέ μου- την τελευταία στιγμή κατάλαβα, ότι τα δύο μέρη της πρότασης συνδέονταν με ένα αλλά, το οποίο, όπως ξέρουμε, κάνει το πρώτο μέρος της πρότασης να ακούγεται υποτιμητικό.
Πιστός στον κανόνα του Fritz Perls αντικατέστησα κατευθείαν το αλλά με ένα και. Και έτσι είπα: “Μου αρέσει πολύ η ζωντάνια σου και η ιστιοπλοΐα και όλα αυτά δεν με ενδιαφέρουν και τόσο.” Και υπογραμμίζοντας μη λεκτικά την εγγύτητα που αποπνέει το πρώτο μέρος της πρότασης (“μου αρέσει η ζωντάνια σου”) την ακούμπησα ελαφρά. Φυσικά με κοίταξε σαστισμένη. Το γνωρίζω αυτό και δεν περιμένω κάτι διαφορετικό από ανθρώπους που δεν έχουν εμπειρία αυτογνωσίας και εξάσκησης. Είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο, ότι δεν είναι προετοιμασμένοι να μιλήσουν ανοιχτά για πράγματα και καταστάσεις. Ακόμη και η σωματική επαφή είναι σε αυτούς τους ανθρώπους ένα μεγάλο ταμπού. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι εξαιρετικά σημαντικό να μην νιώσουν, ότι μια τέτοια στάση σαν τη δική μου τους ξεπερνά.
Δεν μπορούσα επομένως να περιμένω, ότι η Μαρία θα μου έδινε πίσω μια ανατροφοδότηση σύμφωνη με τους κανόνες. Για να ενισχύσω λοιπόν την ενσυναίσθηση της επέτρεψα στον εαυτό μου μια μικρή παρέμβαση ρωτώντας: “Τι κάνει λοιπόν το Εδώ και Τώρα μαζί σου;” Κάπως εκνευρισμένη μου είπε: “Και τι σε νοιάζει εσένα; Δεν μπορεί δηλ. κάποιος να μη μιλάει συνεχώς για βαθυστόχαστα και ψαγμένα πράγματα;” Ωπ, νάτο! Νάτο αυτό το αόριστο “κάποιος” πίσω από το οποίο κρύβονται προσωπικά βιώματα και έντονα συναισθήματα. Όπως και στις υπόλοιπες συζητήσεις της έχουμε κι εδώ την ίδια τάση να κρατάει τον εαυτό της απ΄ έξω. Αποφάσισα να της προσφέρω μέσω της ολοκληρωτικής μου προσοχής μια μικρή υπηρεσία. Να την βοηθήσω να φέρουμε στο φως το Εγώ-μήνυμα που κρυβόταν πίσω από τη λέξη “κάποιος”. Έτσι κι αλλιώς κρύβεται πάντα πίσω από ένα “δεν μπορεί κάποιος”, ένα “δεν θέλω”!
Αρχικά ήθελα να πω: “Σου είναι δύσκολο να μιλήσεις για πράγματα που αφορούν εσένα προσωπικά και πηγαίνουν λίγο πιο βαθιά, ε;” Όμως καθώς ξεκίνησα να μιλάω επέλεξα να μην εκφραστώ τόσο άμεσα και δραστικά, αλλά να χρησιμοποιήσω μια πιο “στρογγυλεμένη” διατύπωση, έτσι ώστε να διευκολύνω μια μη-αμυντική αντιπαράθεση μεταξύ μας: “Μου φαίνεται, ότι μερικές φορές σου είναι πιο εύκολο να μιλήσεις για πράγματα που βρίσκονται λίγο έξω από σένα και δεν σε αγγίζουν και τόσο προσωπικά”. Η Μαρία έκανε μια γκριμάτσα απορίας και ρώτησε: “Δε μου λες, τι θες να πεις μ΄ αυτό;”. Αυτή τη φορά απάντησα σα να είχα πατήσει τη σκαντάλη: “Αναρωτιέσαι τι εννοώ και δεν μπορείς να φανταστείς τίποτα;”.
Η Μαρία απομακρύνθηκε από την ελαφριά σωματική επαφή που είχαμε λέγοντας: “Σου έχει στρίψει μου φαίνεται!” Αυτό ήταν μια καθαρή άμυνα και μάλιστα διατυπωμένη σε μια Εσύ-πρόταση. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, ότι η Μαρία δεν είναι εξασκημένη να μιλάει για προσωπικές συναισθηματικές και ίσως ανεπιθύμητες εμπειρίες. Έτσι λοιπόν η συμπεριφορά της αυτή είναι απολύτως κατανοητή ως υπεράσπιση του εαυτού της σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που δεν μπορούσε να αποφύγει. Επίσης συνειδητοποίησα, ότι μέσα από την δική μου στάση ενσυναίσθησης προς την ίδια ίσως και να μετέδωσα περισσότερο ένα ρόλο θεραπευτή, οπότε στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης μας να αισθάνθηκε η ίδια ως ασθενής.
Τώρα βρισκόμουν σε δίλημμα! Να πάω σε μια μέτα-επικοινωνία μαζί της και να μιλήσω για τη διαταραχή της και για το μοντέλο που ακολουθεί στις σχέσεις της; Ή μήπως να συμπεριφερθώ εντελώς απλά και ανθρώπινα μιλώντας για μένα, έτσι ώστε να περάσω ένα μοντέλο προς μίμηση για το πώς μπορεί κανείς να ανοιχθεί και να εκτεθεί στους άλλους; Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο. Πάνω απ΄ όλα επειδή αισθάνομαι πιο άνετα, όταν μπορώ να είμαι εντελώς ο εαυτός μου. Της είπα λοιπόν: “Ξέρεις, καμιά φορά κι εγώ το ίδιο περνάω και αρχίζω και μιλάω για ότι μου κατέβει στο κεφάλι, επιφανειακά πράγματα που δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με μένα, ίσως επειδή με πιάνει το άγχος, ότι αν πω πάρα πολλά για μένα προσωπικά, οι άλλοι θα με απορρίψουν”. Και καθώς η Μαρία δεν είπε τίποτα, συνέχισα βάζοντας μια διάσταση παραπάνω σε αυτά που έλεγα: “…ή ότι ίσως θα απορρίψω εγώ ο ίδιος εμένα!”.
Παρόλο που χωρίς να το επιδιώκω είχα μια πάρα πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο και μια πολύ βαθυστόχαστη χροιά στη φωνή, ωστόσο η Μαρία σήκωσε τους ώμους και είπε: “Ε, φυσιολογικό δεν είναι αυτό; Θα πάρουμε άλλη μπύρα; Πρέπει να φύγω κάποια στιγμή”. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα, ότι αυτά που της λέω δεν την αγγίζουν ιδιαίτερα και εκτός αυτού η στάση της είχε μια αγνωμοσύνη μπροστά στη δική μου κατάθεση προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων. Όπως και να το κάνουμε αποκάλυψα αρκετά για μένα. Εξαιτίας αυτού που ένιωθα αυτή τη στιγμή και επιπλέον επειδή μου φαινόταν, ότι η Μαρία κάτι έχασε από την αρχική της ζωντάνια που είχα τόσο εκτιμήσει, θεώρησα κατάλληλη τη στιγμή να αλλάξω επίπεδο και να δουλέψω μαζί της σε μια μέτα-συζήτηση τη διαταραχή της.
“Ξέρεις, δε μου είναι και πάρα πολύ εύκολο να σου μιλήσω τώρα για αυτό και παρατηρώ ότι χρειάζεται να κάνω μια μικρή υπέρβαση, αλλά θα ήθελα παρόλα αυτά να μιλήσουμε για τον τρόπο που επικοινωνούμε όλη αυτή την ώρα. Να σου πω, πώς το βιώνω εγώ: Αισθάνομαι κάπως έναν αόρατο τοίχο ανάμεσα μας και ενώ εγώ τρέχω συνεχώς επάνω του, δεν καταφέρνω να σε προσεγγίσω, καταλαβαίνεις πώς το εννοώ; Ακούω μεν με τα αυτιά μου αυτά που λες, αλλά δεν νιώθω στ΄ αλήθεια κάτι από σένα…”. Σε αυτό το σημείο συνέβη κάτι απίστευτο. Χωρίς καμία προειδοποίηση η Μαρία άρπαξε το ποτήρι της μπύρας της και το άδειασε ολόκληρο με δύναμη πάνω μου. Και γελώντας χλευαστικά είπε: “Αυτό για να νιώσεις κάτι από μένα, χα χα!” Και σηκώθηκε για να φύγει.
Στην καινούρια ζωή μου δεν είχε υπάρξει ακόμη στιγμή σαν κι αυτή, όπου ένιωθα μεγάλο τον πειρασμό να επιστρέψω στον παλιό μου εαυτό. Παλιότερα θα είχα ξεστομίσει αγενέστατα “παλιοπουτ….!” Φυσικά γνωρίζω σήμερα ότι μια τέτοια συμπεριφορά απλά παραπέμπει στο να ασχοληθώ με τη Μαρία και όχι με αυτό που συνέβαινε στ΄ αλήθεια μέσα μου. Καθώς η μέτα-επικοινωνία και η κατανόηση δεν ήταν εφικτή, αλλά και ακριβώς επειδή ως ψυχολόγος θέλω να υπερασπίσω τα συναισθήματα μου στο Εδώ και Τώρα (για να μην αναφέρω και το αποκρουστικό βρεγμένο πουκάμισο πάνω μου), αποφάσισα επιτόπου να παραμείνω αυθεντικός και είπα αυθόρμητα με δυνατή φωνή και χωρίς ίχνος γέλιου: “Μαρία αυτή τη στιγμή είμαι έξω φρενών μαζί σου!”. Καθώς η Μαρία έφυγε χωρίς να πει κουβέντα (τάσεις επιθετικότητας και φυγής είναι κλασσικές αντιδράσεις σε καταστάσεις, όπου το άτομο αισθάνεται ανεπαρκές), δεν ήταν πια δυνατό να ονοματίσουμε τη διαταραχή της και να την επεξεργαστούμε εποικοδομητικά. Αισθάνομαι, ότι υπάρχει μεταξύ μας μια ανοιχτή υπόθεση και θα πρέπει την επόμενη φορά να τη δουλέψουμε.
Επίσης προγραμμάτισα να παρουσιάσω το περιστατικό στην ομάδα εποπτείας μου για να μπορέσω να ξεκαθαρίσω το δικό μου μερίδιο ευθύνης στο συμβάν (σαν να μου θύμισε τη μητέρα μου σε ένα δυο σημεία). Όπως και να ΄χει η ιστορία αυτή μου έδειξε πόσο δύσκολη είναι η συνεύρεση με ένα άτομο που δεν έχει κατακτήσει ακόμη τις δεξιότητες για μια πραγματική επικοινωνία σε βάθος.
Σε ελεύθερη μετάφραση από το βιβλίο „Miteinader Reden“, Fridemann Schulz von Thun, 1994, εκδόσεις rororo
http://psy4you.wordpress.com/2014/06/17 ... %B3%CE%B5/" onclick="window.open(this.href);return false;